«Να πιστεύεις ότι δύο και δύο κάνουν τέσσερα/ και όχι πέντε ή τρία/ η ανθρώπινη καρδιά χτυπούσε πάντα βοερά/και αυτή είναι πάντα η ιστορία».
Όποιος ενδιαφέρεται για τα οικονομικά πρέπει να έχει κατά νου αυτούς τους στοίχους του Αγγλου ποιητή Α.Ε. Χάουζμαν. Τα νούμερα πρέπει να βγαίνουν.
Το ερώτημα είναι πώς. Mία τραγωδία της ευρωζώνης, και ειδικά του ρόλου της Γερμανίας σε αυτήν, είναι ότι ακόμα δεν έχει υπάρξει μετάβαση σε έναν τρόπο σκέψης για το πώς βγαίνουν τα νούμερα για το εισόδημα και τις δαπάνες σε επίπεδο ευρωζώνης, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αυτό εξηγεί εν μέρει τη γενικευμένη εχθρότητα των Γερμανών στις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ωστόσο οι πολιτικές αυτές δεν θα αλλάξουν ριζικά.
Ίσως χρειαστεί να γίνουν ακόμα πιο επιθετικές. Αν συμβεί αυτό, η απογοήτευση που έγινε έκδηλη με τις παραιτήσεις τριών Γερμανών αξιωματούχων από το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ, πιο πρόσφατα της Σαμπίν Λαουτενσλάγκερ, και με επιθέσεις από Γερμανούς αξιωματούχους, θα διογκωθεί. Η εχθρότητα αυτή θα είχε μακροπρόθεσμες επιπτώσεις που δεν θα διέφεραν πολύ από τις τρεις δεκαετίες ευρωσκεπτικισμού στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η Ε.Ε. μπορεί να επιβιώσει χωρίς το Ηνωμένο Βασίλειο αλλά όχι χωρίς τη Γερμανία, τον πυρήνα της. Φοβόμουν ότι το ευρώ θα κατέληγε να διχάσει πολιτικά την Ε.Ε., όταν κυκλοφόρησε πριν από τρεις περίπου δεκαετίες.
Αλλά δεν υπάρχει εύκολη επιστροφή. Πρέπει να πετύχει. Για τους Γερμανούς, εκείνο που πρέπει να καταλάβουν είναι πως το ευρώ δουλεύει ήδη προς όφελός τους, σταθεροποιώντας την οικονομία τους, παρά τα τεράστια πλεονάσματα αποταμιεύσεων.
Tα πλεονάσματα δεν μπορεί να τα καταστήσει ιδιαίτερα επικερδή, επειδή η αγορά δεν τα χρειάζεται. Αυτό σημαίνει να βρίσκεσαι σε μια παγκόσμια «παγίδα ρευστότητας», με χαμηλές επενδύσεις παρά τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια: οι αποταμιεύσεις δεν σπανίζουν, αντίθετα είναι άφθονες.
Ποια είναι τα οφέλη του ευρώ για τη Γερμανία; Μια απάντηση έρχεται από τη σύγκριση με την οικονομία με την οποία μοιάζει περισσότερο: την ιαπωνική.
Και οι δύο ξαναγεννήθηκαν από τις στάχτες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ως σύμμαχοι των ΗΠΑ και δυναμικοί βιομηχανικοί εξαγωγείς. H Ιαπωνία είναι η τρίτη και η Γερμανία η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Έχουν επίσης τον δεύτερο και τρίτο πιο γερασμένο πληθυσμό στον πλανήτη αντίστοιχα. Το ποσοστό γονιμότητας της Γερμανίας είναι 204ο στον κόσμο, ενώ της Ιαπωνίας 209ο. Πρόκειται λοιπόν για σχετικά μεγάλες και γερασμένες χώρες, με υψηλά εισοδήματα και ισχυρή βιομηχανία.
Δεν αποτελεί έκπληξη ότι και οι δύο χώρες έχουν τεράστια πλεονάσματα ιδιωτικών αποταμιεύσεων έναντι των επενδύσεων. Από το 2010 ως το 2017, το πλεόνασμα των ιδιωτικών αποταμιεύσεων έναντι των επενδύσεων ανήλθε περίπου στο 7% του ΑΕΠ στη Γερμανία και 8% στην Ιαπωνία.Το μείγμα ωστόσο ήταν διαφορετικό: το πλεόνασμα αποταμιεύσεων των νοικοκυριών ήταν το 72% του συνολικού ιδιωτικού πλεονάσματος της Γερμανίας, ενώ το πλεόνασμα του εταιρικού τομέα ήταν το 76% του ιδιωτικού πλεονάσματος της Ιαπωνίας.
Ακόμα και με ιστορικά χαμηλά επιτόκια, η εγχώρια ιδιωτική επένδυση ήταν πολύ χαμηλότερη των ιδιωτικών αποταμιεύσεων. Με βάση τη μαθηματική λογική, τις αποταμιεύσεις αυτές μπορούν να τις απορροφήσουν είτε δημοσιονομικά ελλείμματα είτε κεφαλαιακές εκροές.
Εδώ έγκειται η διαφορά. Στην Ιαπωνία, οι καθαρές κεφαλαιακές εκροές (η αντεστραμμένη εικόνα του πλεονάσματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών) απορρόφησαν μόλις το ένα τρίτο του ιδιωτικού πλεονάσματος, με το υπόλοιπο να καταλήγει σε δημοσιονομικά ελλείμματα.
Στη Γερμανία, οι κεφαλαιακές εκροές απορρόφησαν όλο το ιδιωτικό πλεόνασμα, καθώς η κυβέρνηση είχε δημοσιονομικά πλεονάσματα.
H διαφορά δεν ήταν αυτή ανάμεσα στη γερμανική δημοσιονομική αρετή και την ιαπωνική δημοσιονομική ασυδοσία. Αντίθετα, η Ιαπωνία είχε αναγκαστικά δημοσιονομικά ελλείμματα, γιατί η επίτευξη και η διατήρηση πλεονασμάτων 8% στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, όπως θα απαιτούνταν σε διαφορετικά περίπτωση, ήταν αδύνατη: η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία ήταν πολύ ασταθής και οι ξένοι εταίροι πολύ επιθετικοί.
H Γερμανία, ωστόσο, έχει σταθερή και ανταγωνιστική συναλλαγματική ισοτιμία. Σχεδόν το 40% των εξαγωγών της κατευθύνονται σε άλλες χώρες της ευρωζώνης.
Η ανταγωνιστική θέση που εξασφάλισε η Γερμανία τα πρώτα χρόνια της ευρωζώνης συνεχίζει να είναι διασφαλισμένη. Επιπλέον, η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ αντανακλά την ανταγωνιστικότητα του μέσου όρου όσων το χρησιμοποιούν.
Τα οφέλη αυτά έχουν σε μεγάλο βαθμό διευκολύνει τη Γερμανία να επιτύχει τον επιθυμητό συνδυασμό ιδιωτικών, δημοσιονομικών και εμπορικών πλεονασμάτων. Το ευρώ επέτρεψε στη σύνεση να φέρει αποτελέσματα.
Τι θα είχε συμβεί αν η γερμανική οικονομία δεν είχε βρει καταφύγιο στην ευρωζώνη; Το γερμανικό μάρκο θα είχε αναμφίβολα σημειώσει τεράστια ανατίμηση, αυτή τη φορά σε έναν κόσμο με χαμηλό πληθωρισμό.
Αυτό θα οδηγούσε τον εγχώριο πληθωρισμό στη Γερμανία κάτω από το μηδέν, θα έπληττε την κερδοφορία και την επίδοση των εξαγωγών και θα προκαλούσε απώλειες για τα γερμανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, με τα πολλά ξένα στοιχεία ενεργητικού.
Θα καθιστούσε αδύνατο να διατηρηθούν θετικά ονομαστικά επιτόκια ενώ πιθανότατα θα καθιστούσε αδύνατη και τη διατήρηση δημοσιονομικών ελλειμμάτων.
Εν ολίγοις, η ευρωζώνη προστάτεψε τη Γερμανία από το να γίνει μια νέα Ιαπωνία. Οι Γερμανοί θα έπρεπε να είναι ευγνώμονες για όσα τους πρόσφερε το ευρώ, να υμνούν τον Μάριο Ντράγκι, τον απερχόμενο πρόεδρο της ΕΚΤ, για τις γενναίες αποφάσεις του που έσωσαν το σύστημα από τη συμφορά και να ελπίζουν ότι θα ακολουθήσει τα βήματά του και η διάδοχός του Κριστίν Λαγκάρντ.
Tα επιτόκια στις γερμανικές αποταμιεύσεις δεν θα μπορούσαν να είναι πολύ υψηλότερα, είτε ήταν εντός είτε εκτός ευρωζώνης.
Στη σημερινή οικονομία, ο μόνος τρόπος για τους Γερμανούς αποταμιευτές να απολαμβάνουν υψηλότερες αποδόσεις είναι να αναλαμβάνουν μεγαλύτερο ρίσκο.
Ως χώρα, ωστόσο, η Γερμανία θα μπορούσε να βοηθήσει να μεταβληθεί το ισοζύγιο των επιθυμητών αποταμιεύσεων και επενδύσεων παγκοσμίως.
Καθώς η παγκόσμια οικονομία επιβραδύνεται και ακόμα και η οικονομία της Γερμανίας δείχνει σημάδια αδυναμίας με την εξασθένιση της παγκόσμιας ζήτησης, τα επιχειρήματα για κάτι τέτοιο γίνονται πιο επιτακτικά.
Οι φορείς άσκησης πολιτικής στη Γερμανία και αλλού θα έπρεπε να αυξήσουν τις δημόσιες και ιδιωτικές δαπάνες -προπαντός τις επενδύσεις.
Τεράστιες ευκαιρίες φαίνεται να υπάρχουν. Επιπλέον, η ευκαιρία να δανειστούν στα τρέχοντα ιστορικά χαμηλά επιτόκια αποτελεί ευλογία, όχι κατάρα.
Πρέπει να είμαστε τολμηροί. Στη σημερινή οικονομία, είναι το μόνο συνετό πράγμα που μπορούμε να κάνουμε.