Πανελλήνιες 2019: Όταν οι βάσεις «φωνάζουν» για εκπαιδευτική μεταρρύθμιση
Με μια πρώτη ματιά των αποτελεσμάτων των βάσεων εισαγωγής, η πρώτη αβίαστη σκέψη που έρχεται στο μυαλό κάποιου είναι η ακόλουθη: Ως πού μπορεί άραγε να οδηγήσει αυτό το μη λειτουργικό σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση;
Σε μια χώρα όπου η αγορά εργασίας προσφέρει μόνιμα την τελευταία δεκαετία απειροελάχιστες ελπίδες, εμμένουμε στην άποψη των σπουδών ως καταναλωτικό αγαθό. Έτσι, παρατηρούμε το οξύμωρο φαινόμενο, να δίνεται η δυνατότητα σπουδών σε επίδοξους φοιτητές που μετά βίας έχουν αγγίξει σε πολλές περιπτώσεις τα 5.000 μόρια.
Βέβαια, αυτό είναι ένα από τα δεκάδες ζητήματα. Στην πορεία του κειμένου αυτού θα συμπυκνώσω τις σκέψεις μου σε συγκεκριμένα σημεία τομής που θα έπρεπε να είχαν επιχειρήσει οι εκάστοτε εκπαιδευτικές πολιτικές.
Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι δε θα αναφερθώ στον θεσμό εισαγωγής των Πανελληνίων. Υποθέτω υπάρχουν αρμόδιοι επί του θέματος που ξέρουν πώς να διαχειριστούν το θέμα των εξετάσεων.
Θα περιοριστώ σε αυτό το σημείο σε συγκεκριμένες σκέψεις και προτάσεις επάνω στο θέμα.
Α. Επαγγελματική «αποκέντρωση»: Είναι γεγονός ότι η γνωστή ρήση της μέσης ελληνικής οικογένειας είναι εδώ και πολλά χρόνια η εξής: «Γίνε ,παιδί μου, γιατρός, δάσκαλος, μηχανικός ή δικηγόρος να σε καμαρώσω». Αυτό οδήγησε σε έναν κοντόφθαλμο επαγγελματικό προσανατολισμό που οδήγησε στη συσσώρευση ατόμων σε επαγγέλματα που πια δεν είχαν να δώσουν και πολλά με βάση πάντα την ελληνική οικονομική πραγματικότητα.
Έτσι, οδηγηθήκαμε στις μέρες μας, οι πάλαι ποτέ κραταιές σχολές της Φιλοσοφικής και των Θετικών Επιστημών (το παράδειγμα είναι εντελώς τυχαίο) να υποδέχονται πια φοιτητές που ίσως θα μπορούσαν να ακολουθήσουν αλλού την επαγγελματική τους τύχη ή δεν πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις ώστε να εισαχθούν σε αυτές.
Το γερμανικό μοντέλο εδώ ίσως θα μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση. Ενός νέου η σταδιοδρομία δεν τελειώνει απλά και μόνο στο πόσο θα «γράψει» στις τελικές εξετάσεις. Αντιθέτως, ιδιαίτερα δημοφιλείς στη γερμανική κοινωνία είναι οι σχολές επαγγελματικής εκπαίδευσης (η λεγόμενη Ausbildung) που εξασφαλίζουν πολύ καλές ευκαιρίες επαγγελματικής κινητικότητας.
Ως συμπέρασμα, βλέπουμε νέους να είναι ικανοποιημένοι με την πορεία τους, είτε ασκούν το επάγγελμα του τεχνίτη, είτε αυτό του επιστήμονα.
Β. Θεσμός αριστείας: Ένα άλλο μείζον θέμα που κυριαρχεί τελευταία στην ελληνική επικαιρότητα είναι ο επονομαζόμενος θεσμός της αριστείας. Προφανώς για να ανταγωνιστούμε ακαδημαϊκές επιδόσεις άλλων χωρών, οφείλουμε σιγά σιγά να δώσουμε επιτέλους κίνητρα στους μαθητές ή σπουδαστές με επιδόσεις άνω του μέσου όρου.
Αναγκαίο βέβαια είναι αυτή η διαδικασία να είναι απόλυτα διαφανής και να μην υποσκάπτεται από τα εκάστοτε συμφέροντα πολιτικών ή άλλων ομάδων.
Γ. Μείωση εισακτέων: Κάνοντας στο διαδίκτυο μια άτυπη συγκριτική έρευνα των ελληνικών και γερμανικών πανεπιστημίων διαπίστωσα κάτι εξαιρετικά αντιφατικό. Πανεπιστήμια μεγάλων πόλεων σαν του Βερολίνου και του Μονάχου αποτελούνται από όχι παραπάνω από 50.000 φοιτητές.
Ιδρύματα όπως τα Πανεπιστήμιο Αθηνών ή Θεσσαλονίκης έχουν κατά μέσο όρο 100.000 φοιτήτες. Όλα αυτά σε μια χώρα περίπου 10 εκατομμυρίων και αρκετά ταλαιπωρημένη σε οικονομικό επίπεδο. Η συρρίκνωση λοιπόν των εισακτέων κρίνεται αναγκαία.
Η μόνη ευκαιρία που δίνεται στην παρούσα κατάσταση είναι το κυνήγι της τύχης στο εξωτερικό ή σε επαγγέλματα που διόλου δεν έχουν σχέση με τις κλίσεις και τις επιθυμίες των νέων επιστημόνων.
Δ. Αναμόρφωση προγραμμάτων σπουδών: Ένα τεράστιο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα προγράμματα σπουδών εν Ελλάδι είναι ότι δε συμβαδίζουν σε αρκετές περιπτώσεις με τις σύγχρονες επιστημονικές επιταγές και την αγορά εργασίας.
Παρατηρείται ιδιαίτερα στον τομέα των ανθρωπιστικών επιστημών (από τον οποίο και προέρχεται ο γραφών) η προσκόλληση σε επιστημονικές μεθόδους πεπαλαιωμένου χαρακτήρα με σχεδόν μηδενικές εφαρμογές στη σύγχρονη επαγγελματική πραγματικότητα.
Άξιο διδακτικό προσωπικό το ελληνικό πανεπιστήμιο έχει. Το θέμα έγκειται στη διάθεση συνεννόησης πολιτείας και καθηγητικού προσωπικού.