Η Αναστασία Γκίτση είναι καθηγήτρια θεολογίας στο Ελληνικό Γυμνάσιο Νυρεμβέργης. Με τους μαθητές της έχει υλοποιήσει πολλά projects, ένα εκ των οποίων είναι το «θέλω να (σε) μάθω!»
Λίγα λόγια για το project:
Αναστασία Γκίτση: Μέσα στα πλαίσια των μαθημάτων Θρησκευτικών και Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής και με κυριότερο στόχο την επαφή των μαθητών όχι μόνο με εξωσχολικά βιβλία αλλά και με τους δημιουργούς τους σχεδιάσαμε και υλοποιήσαμε το εξής πρότζεκτ «θέλω να (σε) μάθω!», όπου τα παιδιά ρωτούν συγγραφείς ποιητικών, λογοτεχνικών και παιδικών βιβλίων, καταγράφουν τις ερωτήσεις τους και οι συγγραφείς απαντούν.
Η πρώτη συγγραφέας είναι η Αγγελική Λάλου, με αφορμή το τελευταίο της παιδικό παραμύθι «Παντού και Πάντα», σε εικονογράφηση της Λίας Φωτιάδου από τις εκδόσεις Τζιαμπίρης- Πυραμίδα, ενώ οι τάξεις που τις υπέβαλαν ερωτήσεις είναι η 7a και η 7m (η αντίστοιχη α’ γυμνασίου).
Ποια κατάσταση της ζωής σας, σας οδήγησε στη συγγραφή του παραμυθιού;
Αγγελική Λάλου (Α.Λ): Δεν ήταν ακριβώς κατάσταση, ήταν πιο πολύ επιθυμία. Η ανάγκη μου να κάνω ένα παραμύθι που να μιλάει για την αγάπη άνευ όρων, για την αγάπη χωρίς περιορισμούς, χωρίς όρια. Έχουμε μάθει να συνδέουμε την αγάπη με προϋποθέσεις, λέμε «θα σε αγαπάω αν…» ή «δεν σε αγαπώ που…» Εγώ πιστεύω ότι αγάπη πρέπει να είναι άδολη, να μην υπακούει σε κανόνες, να είναι ελεύθερη, δυνατή και απεριόριστη… μόνο έτσι νιώθω ότι είναι αληθινή.
Πώς σας ήρθε η έμπνευση;
Α.Λ: Η έμπνευση μου ήρθε ξαφνικά… είχα άγχος για την πρώτη παρουσίαση του προηγούμενού μου βιβλίου, και μιλούσα με την καθηγήτριά σας, Αναστασία Γκίτση, που έχει διαφορετικές χωροχρονικές απόψεις από μένα… και άρχισα να σκιτσάρω ένα Panda… και μετά σκέφτηκα ότι ένα Panda, μπορεί να την πείσει και για το χρονικό «πάντα» ‒ και αν δεν κατάφερα ή δεν καταφέρω να την πείσω, τουλάχιστον έγραψα ένα παραμύθι που της αρέσει! Κι αυτό ήταν η καλύτερη έμπνευση που θα μπορούσα να έχω.
Γιατί διαλέξατε το panda για πρωταγωνιστή;
Α.Λ: Για δύο λόγους, γιατί είναι ένα ζώο μου παραπέμπει –παρά το μέγεθός του– στην τρυφερότητα και στην αγκαλιά! Και γιατί ο ήχος του ονόματός του εμπεριέχει το «πάντα» – το παντοτινό, δηλαδή!
Από πού αντλείτε έμπνευση;
Α.Λ: Από κάθε τι, μικρό ή μεγάλο, σπάνιο ή καθημερινό. Από κάτι που είδα, που άκουσα, που διάβασα. Από κάτι που μπορεί να έκανε ή να μου είπε ο γιος μου. Από μια κουβέντα ή μια βόλτα με φίλους. Η θάλασσα, η δύση του ήλιου, τα ζώα (αγαπάω πολύ τις γάτες) (αλλά χρωστάω ένα παραμύθι και στα σκυλάκια, τώρα που το σκέφτομαι) … Να βλέπετε κάπως έτσι έρχονται οι ιδέες… Αντλώ έμπνευση από τα Πάντα κι από Παντού!
Το περιεχόμενο που βιβλίου σχετίζεται με τη ζωή σας ή το πάντα είναι το αγαπημένο σας ζωάκι;
Α.Λ: Είναι ένα από τα αγαπημένα μου ζωάκια. Αγαπάω πολλά ζώα. Μακάρι να καταφέρω να γράψω βιβλία για όλα τα ζώα που αγαπάω… Σχετίζεται ωστόσο και με τη ζωή μου και κυρίως την ανάγκη να γράψω ένα παραμύθι που όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσο κι αν μεγαλώσει ο γιος μου, όπου κι αν βρίσκεται μεγαλώνοντας, να επιστρέφει σε αυτήν την ιστορία, να θυμάται και να νιώθει, ότι η μαμά του θα τον αγαπάει Παντού και Πάντα!
Γιατί δεν ονομάσατε το βιβλίο «μπαμπού και πάντα»;
Α.Λ: Αχά, να μια πάρα πολύ ωραία ερώτηση, αλλά και μια πολύ ωραία ιδέα. Θα μου επιτρέψετε να το κάνω παραμύθι; «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μπαμπού που φύτρωσε στο χώμα, Στην αρχή ήταν τόσο δα μικρό, μια σπιθαμή, πολύ κοντά στο έδαφος. Δίπλα του έστεκαν ψηλά και λυγερά τα άλλα μπαμπού.
Το μικρό μπαμπού βιαζόταν να μεγαλώσει κι όλο προσευχόταν από μέσα του να γίνει κι αυτό πελώριο και να αρχίσει να νιώθει στον κορμό του τον αέρα και να γίνει κι αυτό ευλύγιστο και ανθεκτικό. Τα άλλα μπαμπού το άκουγαν γιατί ο άνεμος έφερνε στα φύλλα τους τους ψιθύρους του και γέλαγαν μαζί του και το κορόιδευαν.
«Όσο και να ψηλώσεις εμείς θα είμαστε πάντα πιο ψηλοί από σένα – δεν θα μπορέσεις να μας φτάσεις ποτέ. Μια μέρα ωστόσο σηκώθηκε ένας πολύ δυνατός αέρας που όμοιός του δεν είχε ξαναφυσήξει ποτέ. Βουή τρομερή ακουγόταν και σειόταν το χώμα. Φύσαγε, λυσσομανούσε, τα μπαμπού πήγαιναν δεξιά, αριστερά, τόσο γρήγορα που έλεγες πως από στιγμή σε στιγμή μπορεί να έσπαγαν όσο κι αν κατάφερναν να λυγίσουν και να ακολουθήσουν τη φορά του ανέμου.
Το μικρό μπαμπού που ήταν πολύ χαμηλά στο έδαφος δεν κινδύνευε. Όμως προσευχόταν δυνατά να κοπάσει ο αέρας και να σωθούν και τα υπόλοιπα μπαμπού. «Και τι σε νοιάζει εσένα αν θα σωθούμε; Εμείς σε κοροϊδεύαμε» τον ρωτούσαν κι ο άνεμος ολοένα και δυνάμωνε… «Μα αν δεν σωθείτε εσείς τι νόημα έχει να υπάρχει μόνο του ένα μικρό μπαμπού;», τους είπε κι ο άνεμος άκουσε τη φωνή του και υποκλίθηκε στο μεγαλείο της ψυχής του.
«Δεν θα σας τιμωρήσω άλλο» είπε μέσα από δυνατή βουή, «αλλά ελπίζω να πήρατε το μάθημά σας», είπε ο άνεμος κι άρχισε σιγά σιγά να εξασθενεί. Από τότε τα υπόλοιπα μπαμπού προσευχήθηκαν να μεγαλώσει το μικρό μπαμπού και να γίνει ψηλό και δυνατό σαν και τα ίδια. Αλλά και το μικρό μπαμπού πήρε το μάθημα του και έπαψε να βιάζεται… Θα μεγάλωνε στην ώρα του και θα ζούσε για πάντα.»
Τι συμβολίζει το μπαλόνι;
Α.Λ: Το μπαλόνι συμβολίζει ό,τι μας ανεβάζει ψηλά! Ό,τι μας κάνει να χαμογελάμε. Ταυτόχρονα συμβολίζει κάτι απλό, κάτι μικρό και μας υπενθυμίζει ότι η χαρά και η ομορφιά μπορεί να βρίσκεται στα απλά και καθημερινά. Επίσης είναι ένα διαχρονικό παιχνίδι που ξυπνάει και στους ενήλικες το παιδί που κρύβουν μέσα τους.
Από πού αλλού εμπνευστήκατε για να γράψετε το συγκεκριμένο παραμύθι;
Α.Λ: Από το γιο μου και από άλλο ένα εξίσου φωτεινό κι εξίσου σημαντικό πλάσμα για μένα. Ήθελα να γράψω ένα παραμύθι που να τους το αφιερώνω, που να μείνει, όχι ίσως ως απόδειξη αλλά υπόμνηση, ανάμνηση της πρόθεσής μου να τους δείξω/αποδείξω/πείσω ότι η αγάπη πρέπει να είναι ελεύθερη από όρους, περιορισμούς και προϋποθέσεις και πως πρέπει να αγαπάμε τον άλλον όπως είναι, ό,τι κι αν κάνει, άσχετα από το τι νιώθει εκείνος για εμάς… να τον αγαπάμε παντού και πάντα!
Αν ήσασταν ζώο ποιο θα προτιμούσατε να είστε;
Α.Λ: Χμ, δύσκολη ερώτηση! Αγαπώ πολύ πάρα πολλά ζώα, αλλά νομίζω ότι θα ήθελα να είμαι γάτα, αλλά όχι όποια κι όποια γάτα, αλλά η Μπιζού, μια γάτα περίπου Russian Blue με κομμένα από τη μάνα της αυτάκια, που τη μεγαλώσαμε από μωρό με το μπιμπερό, φοβηθήκαμε ότι θα τυφλωνόταν αλλά σώθηκε η όρασή της, κι όταν πέθανε ξαφνικά έκλαψα περισσότερο από ποτέ… Αν κι έχω αλλεργία στις γάτες ήταν η μόνη γάτα που της επέτρεπα να έρχεται στο κρεβάτι πού και πού και να κοιμάται μαζί μου…
Τι άλλα είδη βιβλίων γράφετε;
Α.Λ: Έχω ερασιτεχνικά γράψει κάποια ποιήματα, κυρίως όμως μου αρέσει να γράφω ιστορίες – έχω λοιπόν γράψει κι ετοιμάζω μια συλλογή διηγημάτων, ενώ έχω έτοιμο κι ένα μυθιστόρημα, το οποίο ωστόσο σκοπεύω να κρατήσω λίγο ακόμα στο συρτάρι μου. Αυτή τη στιγμή όμως είμαι αφοσιωμένη στα παιδικά βιβλία.
Τι είδος βιβλία σας αρέσουν:
Α.Λ: Μου αρέσει πολύ η λογοτεχνία. Έχω μια λέσχη ανάγνωσης και με τα μέλη της διαβάζουμε δύο βιβλία τον μήνα, κυρίως μυθιστορήματα. Αλλά μου αρέσουν πολύ και τα διηγήματα, η ποίηση, και η παιδική λογοτεχνία.
Πότε συνειδητοποιήσατε την αγάπη σας για τα βιβλία;
Α.Λ: Απ’ όταν θυμάμαι τον εαυτό μου. Αν και μεγάλωσα σε ένα σπίτι με λίγα βιβλία και γονείς που δεν ενθάρρυναν αυτή μου την αγάπη.
Πιστεύετε πως ο γιος σας είναι ο πιο σωστός κριτικός των βιβλίων σας;
Α.Λ: Ως προς τα παιδικά, του τα διαβάζω πάντα όταν τα τελειώσω, κι όταν έχω μια ιδέα για κάτι καινούργιο τη μοιράζομαι από την αρχή μαζί του – ωστόσο δεν υπάρχει σωστός ή λάθος κριτικός, εμπιστεύομαι τη γνώμη του, αλλά δεν έχουμε ούτε ίδιες απόψεις ούτε σαφώς ίδια βιώματα, οπότε σέβομαι τη γνώμη του, με επηρεάζει, αλλά δεν τον θεωρώ τον πιο σωστό κριτικό (μην του το πείτε ωστόσο).
Πόσα χρόνια γράφετε βιβλία;
Α.Λ: Γύρω στα δέκα γράφω τα δικά μου, αλλά σχεδόν από φοιτήτρια ασχολούμαι με τον χώρο του βιβλίου, ως μεταφράστρια ή –κυρίως επιμελήτρια–, με το παιδικό βιβλίο ή πρώτη μου εκδοτική επαφή ήταν η διασκευή τεσσάρων κλασικών ιστοριών, της Χάιντι, του Τομ Σόγιερ, του Χάκμπερι Φιν και της Μαύρης Καλλονής για τις εκδόσεις Κέδρος.
Συνεργάζεστε με άλλους συγγραφείς;
Α.Λ: Η ομαδική συγγραφή είναι δύσκολη. Εμένα μου αρέσουν τα δύσκολα και κυρίως μου αρέσουν οι συνεργασίες. Η πρώτη μου συνεργατική δουλειά ήταν η μετάφραση της αρχαίας τραγωδίας «Αίας» του Σοφοκλή που το μεταφράζαμε μαζί μια ομάδα φοιτητών υπό την επίβλεψη μιας καθηγήτριας μας, της κυρίας Μαίρης Γιόση.
Οι συγγραφείς παιδικών βιβλίων συνεργάζονται κυρίως με εικονογράφους. Συγγραφικά καθαρά έχω συνεργαστεί μια φορά στη συγγραφή ενός θεατρικού έργου, ήταν μια εξαιρετική εμπειρία. Προσπαθώ να πείσω ανθρώπους να γράψουν μαζί μου ένα παιδικό βιβλίο αλλά δεν τα έχω καταφέρει ακόμα. Ευτυχώς οργανώνω πολλές θεματικές εκδηλώσεις στον τομέα της ποίησης κι εκεί έχω τη χαρά μιας άλλης μορφής συνεργασίας.
Ωστόσο, από τον Οκτώβριο θα συμμετέχω στα «Βιβλιομαγειρέματα», ένα κοινό πρότζεκτ με τη φίλη εικονογράφο και συγγραφέα Λέλα Στρούτση, όπου μαζί θα μαγειρεύουμε παραμύθια: εγώ μαζί με τα παιδιά θα ξαναγράφουμε με τον δικό μας τρόπο κλασικά παραμύθια κι ύστερα τα παιδιά θα τα εικονογραφούν μαζί με τη Λέλα, κι όλα αυτά σε έναν υπέροχο χώρο που λέγεται Cibi Cibi, στη Νέα Σμύρνη.
Πόσα βιβλία έχετε γράψει συνολικά σε όλη σας την καριέρα;
Α.Λ: Καριέρα; Δεν θα χρησιμοποιούσα αυτή τη λέξη! Έχω γράψει πολλά και διάφορα, αλλά πολλά από τα οποία βρίσκονται ακόμα στο συρτάρι μου. Ας απαντήσω λέγοντας μόνο πόσο παιδικά βιβλία έχω γράψει: το «Τελευταίο θρανίο» (εικονογράφηση: Βασίλης Γρίβας, εκδόσεις Φίλντισι), «Τα τυρομπλεξίματα του Τσιζ» (εικονογράφηση: Στάθης Πετρόπουλος, εκδόσεις Κόκκινη Κλωστή Δεμένη), «Το παιδί που έχει όνειρα στα χέρια» (εικονογράφηση: Νίκος Γιαννόπουλος, εκδόσεις Βάρφης) και το «Παντού και Πάντα» (εικονογράφηση: Λία Φωτιάδου, εκδόσεις Τζιαμπίρης-Πυραμίδα).
Πώς νιώθετε όταν γράφετε κάποιο βιβλίο;
Α.Λ: Στην αρχή είναι σαν να σε χτυπάει ρεύμα στα καλά καθούμενα! Σου έρχεται μια ιδέα στο μυαλό και αρχίζει και στριφογυρίζει μέσα σου σαν το μαλλί όταν το γνέθεις. Υπάρχει ενθουσιασμός και ανυπομονησία. Αλλά από την άλλη, πρέπει να κάνεις υπομονή και να το αφήσεις να ωριμάσει μέσα σου, να κατασταλάξει, κι από ιδέα να γίνει κανονική ιστορία. Ύστερα νιώθεις να είσαι σε αναμμένα κάρβουνα μέχρι να κάτσεις και να τη γράψεις.
Αφού τη γράψεις είσαι σε αγωνία για το αν θα αρέσει και ανυπομονείς να τη διαβάσεις στους δικούς σου ανθρώπους. Μετά αρχίζει το άγχος για το αν θα εκδοθεί. Αν θα βρεις καλό εικονογράφο. Αν η εικονογράφηση θα ταιριάζει και αν θα σου αρέσει. Μετά για το πότε θα βγει επιτέλους το βιβλίο κι ύστερα σκας για το αν θα αρέσει στα παιδιά.
Μετά αγχώνεσαι για τις παρουσιάσεις… για τις ερωτήσεις που μπορεί να σου κάνουν κάποια παιδιά από ένα ελληνικό σχολείο στη Νυρεμβέργη… αλλά όταν τελικά τελειώσουν όλα αυτά και το βιβλίο πάρει το δρόμο του… ηρεμείς, νιώθεις υπέροχα, νιώθεις δημιουργικά… κι επιτέλους μπορείς να αρχίσεις να γράφεις/δουλεύεις/οραματίζεσαι το επόμενο βιβλίο σου… Είναι εξαιρετική εμπειρία… Σας ενθαρρύνω να τη δοκιμάσετε!
Σας ευχαριστώ όλους πολύ για τις υπέροχες και εμπνευσμένες ερωτήσεις σας! Τις απόλαυσα πραγματικά!
Λίγα λόγια για την συγγραφέα
Η Αγγελική Λάλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία με κατεύθυνση Γλωσσολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Επαγγελματικά ασχολήθηκε με την επιμέλεια κειμένων, αλλά και τη συγγραφή άρθρων ως κειμενογράφος και δημοσιογράφος στον περιοδικό τύπο. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της εταιρείας “Εν Κύκλω”, με τα μέλη της οποίας, μεταξύ άλλων, συνεργάστηκε στην επιμέλεια-μετάφραση βιβλίων. Γράφει, επίσης, τακτικά στη στήλη “Κλασική βιβλιοθήκη” στο περιοδικό Ιστορικά Θέματα.
Διαβάστε περισσότερα: Αγγελική Λάλου