«Η αγάπη προς το ωραίον είναι η γέφυρα μεταξύ Θεού και ανθρώπου»
Η φράση αυτή ανήκει στο Νικηφόρο Λύτρα, το γιο ενός λαϊκού μαρμαρογλύπτη από την Τήνο, που σπούδασε εδώ στο Μόναχο και που, ως καλλιτέχνης και ως δάσκαλος, σημάδεψε την πορεία της νεοελληνικής ζωγραφικής.
Ο Νικηφόρος Λύτρας δεν είναι μόνο ένας από τους κορυφαίους Έλληνες ζωγράφους, άλλα και ένας από τους πρωτοπόρους στη διδασκαλία της ζωγραφικής στην Ελλάδα και ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σχολής του Μονάχου.
Ο Λύτρας γεννήθηκε και μεγάλωσε στο νησί της Τήνου, σε ένα περιβάλλον όπου ευδοκιμούσε η λαϊκή καλλιτεχνική παράδοση. Οι πρώτες του καλλιτεχνικές ανησυχίες εκδηλώνονται από πολύ νωρίς, όταν παιδί ακόμα, παρακολουθεί γοητευμένος τον πατέρα του να δουλεύει το μάρμαρο, συνεχίζοντας την μακρόχρονη παράδοση της Τήνου.
Λέγεται ότι ο μικρός Νικηφόρος ζωγράφισε μια μέρα στον τοίχο του Δημοτικού σχολείου το δάσκαλο του, που μένοντας κατάπληκτος από το ταλέντο του μικρού μαθητή του, του είπε: «Συ, παιδί μου, εγεννήθης ζωγράφος, πριν καν διδαχθείς τη ζωγραφική».
Το 1850, 18 ετών, πηγαίνει στην Αθήνα μαζί με τον πατέρα του και γράφεται στο Σχολείο των Τεχνών, όπου σπούδασε ζωγραφική. Ο διευθυντής της σχολής και δάσκαλός του, ο Γερμανός Ludwig Thiersch, συνεπαρμένος από την καλλιτεχνική ιδιοφυΐα του νεαρού Νικηφόρου, τον πήρε υπό την προστασία του και τον καθοδήγησε με επιτυχία στο δρόμο της μεγάλης του καριέρας.
Σε ηλικία 28 ετών, με υποτροφία της ελληνικής κυβέρνησης, θα βρεθεί για σπουδές στο Μόναχο, που τότε ήταν η καρδιά της ευρωπαϊκής καλλιτεχνικής ζωής. Το γεγονός αυτό θα σημαδέψει αποφασιστικά το μελλοντικό του έργο, έτσι που σήμερα να θεωρείται από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του καλλιτεχνικού κινήματος της “σχολής του Μονάχου”, που πρεσβεύει το ρεαλισμό στην απεικόνιση και την άριστη τεχνική στη χρήση των χρωμάτων.
Το καλοκαίρι του 1865, λίγο πριν αναχωρήσει για την Ελλάδα, συνάντησε τον φίλο του Νικόλαο Γύζη, που μόλις είχε φθάσει στο Μόναχο για να σπουδάσει και αυτός κοντά στον Πιλότυ. Μαζί με τον Γύζη, επισκέφθηκαν εκθέσεις και μουσεία και πήγαν για λίγες ημέρες στις εξοχές του Μονάχου, σε γραφικά χωριά της Βαυαρίας.
Με συντροφιά τον Γύζη, πραγματοποιεί αργότερα, το 1873, ένα τρίμηνο ταξίδι στη Σμύρνη και τη Μικρά Ασία, πλουτίζοντας και οι δύο τις γνώσεις και το ταλέντο τους με εικόνες ισχυρές και φωτεινές και το ρυθμό ενός άλλου κόσμου.
Με την επιστροφή του στην Αθήνα, ο Λύτρας διορίστηκε καθηγητής στο Σχολείο Καλών Τεχνών, στην έδρα της Ζωγραφικής, την οποία κατείχε για 38 ολόκληρα χρόνια διδάσκοντας με υποδειγματική ευσυνειδησία και ζήλο.
Στο πλούσιο και απέραντο έργο του Νικηφόρου Λύτρα, από τα πρώτα παιδικά σχεδιαγράμματα του μέχρι τον τελευταίο του πίνακα, βλέπει κανείς μια διαρκή εξέλιξη.
Η καλλιτεχνική δύναμη του Νικηφόρου Λύτρα βρίσκεται μέσα στους ηθογραφικούς του πίνακες, στις εκπληκτικές εκείνες συνθέσεις, με θέματα της ζωής στο χωριό και την πόλη, που ακτινοβολούν ολόκληρη τη θέρμη και τη φωτεινή του αγάπη για την ελληνική ζωή και το αγνό ελληνικό σπίτι.
Ουσιαστικά είναι ο πρώτος καλλιτέχνης στην ιστορία της νεοελληνικής ζωγραφικής, που ανακαλύπτει τον κόσμο της νεοελληνικής επαρχίας και τους αστούς της πόλης, τις δραστηριότητες των απλών ανθρώπων στην ύπαιθρο και στα αστικά κέντρα.
Οι πίνακες του είναι από τους πιο αναγνωρίσιμους με χαρακτηριστικό τον μοναδικό «Τα Κάλαντα» που ζωγράφισε στα 1872. Έργο εμβληματικό με βαθύ συμβολισμό και κορυφαία στιγμή στην ηθογραφική ζωγραφική της Ελλάδας.
Άλλα γνωστά ηθογραφικά έργα του: Ψαριανό μοιρολόι, Παιδί που στρίβει τσιγάρο, Η αναμονή, Η κλεμμένη, Το λιβάνισμα, Η ορφανή, Τα άνθη του επιταφίου, Ο όρθρος, Ο γαλατάς, Το φίλημα, Το αυγό του Πάσχα.
- Το 1903 παρασημοφορήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος.
- Το 1909 – μετά τον θάνατό του – έργα του παρουσιάστηκαν στην έκθεση «Η σχολή του Πιλότυ 1885-1886» στην γκαλερί Heinemann του Μονάχου.
- Το 1933 πραγματοποιήθηκε μεγάλη αναδρομική έκθεση στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με 186 έργα του. Τα ελληνικά ταχυδρομεία τον τίμησαν με την έκδοση γραμματοσήμου.
Πέθανε σε ηλικία 72 ετών το καλοκαίρι του 1904, μετά από σύντομη ασθένεια που εικάζεται ότι οφειλόταν σε δηλητηρίαση από τις χημικές ουσίες των χρωμάτων.
Δείτε επίσης: Η Σχολή του Μονάχου και το κρυφό σχολειό