Όπως όλοι οι μεγάλοι του Διαφωτισμού, ο Goethe ήταν ελληνολάτρης με την πιο ουσιαστική έννοια του όρου. Θαυμαστής του ελληνικού κάλλους, μα πάνω απ’ όλα υμνητής του αρχαιοελληνικού πνεύματος σε όλους τους τομείς. «Τα ελληνικά ήχησαν όπως ένα άστρο μέσα στη νύχτα», έλεγε συχνά. «Απ’ όλους τους λαούς, οι Έλληνες ονειρεύτηκαν πιο όμορφα τ’ όνειρο της ζωής» σημειώνει αλλού.
Και σε μια απ’ τις συνομιλίες του με τον Eckermann προσθέτει χαρακτηριστικά: «Θαυμάζουμε τις τραγωδίες των αρχαίων Ελλήνων. Αλλά, για να πούμε την αλήθεια, θα έπρεπε να θαυμάζουμε ακόμα περισσότερο, την εποχή και το έθνος όπου γεννήθηκαν».
Αυτός ο «έρως Ελλάδος» στάθηκε ο κυρίαρχος γνώμονας σε όλο τον βίο του. Η ταύτιση Θεού και Φύσης, η αποστροφή του για κάθε δογματισμό, ο ανθρωπισμός του, η τάση για μια ισορροπία λογικής και αισθήματος, για αρμονική σωματική και πνευματική ανθρώπινη ανάπτυξη (κατά την αρχαιοελληνική αρετή) ήταν πάντοτε οι πηγές εμπνεύσεις του».
«Πρώτα ήταν ο Λόγος… Πρώτα ήταν ο Νους… Πρώτα ήταν η Δράση… Πρώτα ήταν η Πράξη» όπως λέει ο Φάουστ στο πρώτο μέρος της τραγωδίας.
Η ποίηση και το δράμα των Ελλήνων ήταν το μέσο της δικής του πνευματικής αυτονομίας:
«Κάποιος έλεγε: Γιατί ασχολείστε τόσο επίμονα με τον Όμηρο; Έτσι κι αλλιώς, δεν τον καταλαβαίνετε. Σ’ αυτό, θα απαντούσα: Ούτε τον ήλιο τον καταλαβαίνω, ούτε το φεγγάρι, ούτε τ’ άστρα· ωστόσο περνούν ψηλά, πάνω από μένα και, καθώς τα αντικρίζω και βλέπω την θαυμαστά ρυθμισμένη τροχιά τους, αναγνωρίζω σ’ αυτά τον εαυτό μου και συλλογίζομαι μήπως θα μπορούσα να φτιάξω κι εγώ κάτι».
Γι’ αυτό συμβούλευε τον συνομιλητή των τελευταίων 9 χρόνων της ζωής του, τον Eckermann: «Μελετάτε τον Σαίξπηρ, μελετάτε τον Μολλιέρο άλλα προπάντων μελετάτε τους Έλληνες και πάντα τους Έλληνες».
Μαθητής εκείνων δεν έπαψε ποτέ να ανατρέχει σε ελληνικά αρχέτυπα. 25 ετών γράφει το δραματικό ποίημα «Προμηθέας», στα 29 του συνθέτει την τραγωδία «Ιφιγένεια εν Ταύροις», αργότερα μια «Μήδεια», το επικό ποίημα «Αχιλληίς» το 1803, για να σχεδιάσει στα γηρατειά του τον ελληνικό μύθο με την «Ελένη» του Δεύτερου Φάουστ.
Δεν ήταν όμως μόνοι οι αρχαίοι που τον απασχόλησαν. Ο ελληνικός αγώνας του 21’ δεν τον άφησε καθόλου ασυγκίνητο. Στο δοκίμιο του Για την Τέχνη και την Αρχαιότητα, λέει:
«Ποια αγωγή πρέπει να θεωρούμε ως την καλύτερη; Των Υδραίων! Νησιώτες και ναυτικοί οι ίδιοι, παίρνουν από νωρίς τα παιδιά τους στο καράβι και τα βάζουνε να μπουσουλάνε στη δουλειά. Μόλις τα παιδιά καταφέρουν κάτι, έχουν μερίδιο στα κέρδη κι αρχίζουν να ενδιαφέρονται για το εμπόριο, τις συναλλαγές, τα λεία, και με αυτό τον τρόπο, πλάθονται οι πιο άξιοι ναυτικοί, οι πιο έξυπνοι έμποροι, οι πιο τολμηροί πειρατές.
Είναι φυσικό από ένα τέτοιο υλικό να ξεπετάγονται ήρωες, οι οποίοι κολλάνε με τα ίδια τους τα χέρια στη ναυαρχίδα του εχθρικού στόλου το πυρπολικό που σκορπάει τον όλεθρο».
Αργότερα, σε άλλη συνομιλία με τον Eckermann, θα γίνει προφητικός: «Θα σας αποκαλύψω ένα πολιτικό μυστικό, που θα ξεφανερωθεί αργά ή γρήγορα. Ο Καποδίστριας δεν θα κυβερνά πολύν καιρό ακόμα την Ελλάδα, επειδή του λείπει μια ιδιότητα απαραίτητη για τη θέση του: δεν είναι στρατιώτης.
Δεν έχουμε κανένα παράδειγμα όπου ένας άνθρωπος του γραφείου να μπόρεσε να οργανώσει ένα επαναστατημένο κράτος και να υποτάξει τους στρατιώτες και τους στρατηγούς. Μόνο με το σπαθί στο χέρι μπορείς να κυβερνάς και να δίνεις διαταγές, μπορείς να είσαι βέβαιος πως θα σε υπακούσουν, αλλιώς, χωρίς αυτό, είναι πολύ αμφίβολο.
Ο Ναπολέων, αν δεν ήταν στρατιώτης, δεν θα μπορούσε ποτέ να υψωθεί στο ανώτατο αξίωμα· ο Καποδίστριας δεν θα κατέχει για πολύν καιρό το αξίωμά του· πολύ γρήγορα, θα παίξει δευτερεύοντα ρόλο. Σας το προλέγω, και θα δείτε πως θα πραγματοποιηθεί· είναι στη φύση των πραγμάτων και θα συμβεί αναγκαστικά».
Ο «μεγαλύτερος Γερμανός», κατά τον φιλόσοφο Engels, υπήρξε λοιπόν ένας άνθρωπος του πνεύματος με τέτοια αστείρευτη αγάπη και ενδιαφέρον για την Ελλάδα που ακόμα και πολλοί αυτόχθονες θα ζήλευαν.
Πηγή:
Πλωρίτης, Μάριος, Ο Γκαίτε και οι Έλληνες, ΤΟ ΒΗΜΑ, 14-03-1999.