Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
Είναι κοινώς παραδεκτό ότι ο Friedrich Nietzsche υπήρξε ένα από τα λαμπρότερα γερμανικά πνεύματα του σύγχρονου κόσμου. Οι οξυδερκείς παρατηρήσεις του για τον κόσμο μας, σε συνδυασμό με τον επιθετικό και αφοριστικό τρόπο γραφής του, μελετήθηκαν όσο λίγων άλλων στοχαστών στο παγκόσμιο φιλοσοφικό στερέωμα.
Σύγχρονοι επιστήμονες όπως ο Carl Dietrich Bracher και ο Ulrich Beck ή ο Norbert Bolz αναγνωρίζουν στον Nietzsche ένα προφητικό πνεύμα που οξύτατη ματιά. Και δεν είναι οι μόνοι: φράσεις του Nietzsche κυκλοφορούν ευρέως και διαβάζονται από διάφορα άτομα που δεν έχουν αναγκαστικά ιδιαίτερη σχέση με τη φιλοσοφία. Αυτή η ιδιαίτερη απήχηση, βέβαια, έχει οδηγήσει και σε παρερμηνείες: σεξιστής, άπιστος, σοβινιστής, παράφρονας, ακόμη και ναζιστής, είναι μερικοί χαρακτηρισμοί που του έχουν αποδοθεί κατά καιρούς. Πέρα από όλα αυτά όμως, ποιος ήταν πραγματικά ο Friedrich Nietzsche και ποια η διδασκαλία του;
Το βιβλίο Τι είπε στ’ αλήθεια ο Νίτσε, των καθηγητών Φιλοσοφίας Robert Solomon και Cathline Higgins, είναι ένα εγχειρίδιο που παρουσιάζει απλά και μέσα από ερωταποκρίσεις τη νιτσεϊκή σκέψη, επιδιώκοντας να ξεκαθαρίσει τις αμφιβολίες και να άρει τις παρερμηνείες που έχουν κατά καιρούς προκύψει. Με τη βοήθεια αυτού του βιβλίου, μπορούμε να διατρέξουμε σύντομα τους βασικότερους σταθμούς στη νιτσεϊκή σκέψη.
Βασισμένος στην πεσιμιστική φιλοσοφική σκέψη του Arthur Schopenhauer, διατυπώνει τη θέση ότι ο κόσμος, ένα δημιούργημα του νου, δεν είναι τίποτε άλλο από μια ατελείωτη και χωρίς νόημα οδύνη, κύριο στοιχείο της οποίας είναι μια τυφλή, άλογη και ακαταμάχητη βούληση για ζωή, o Nietzsche ισχυρίζεται ότι ο μοναδικός λόγος που μπορούμε και αντέχουμε την ύπαρξή μας είναι η Τέχνη. Κάθε ανθρώπινος πολιτισμός στην ιστορία επέλεξε να απεικονίζει τη ζωή με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Η Τέχνη που έκανε δείχνει τον τρόπο που επιβίωνε μέσα στον κόσμο.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Nietzsche, η ανθρωπότητα διήλθε διαδοχικά από πέντε τέτοια στάδια μέσα στην ιστορία: το βαρβαρικό Διονυσιακό, το ελληνικό Απολλώνιο, το ελληνικό Διονυσιακό, το Απολλώνιο-Διονυσιακό και τέλος, εκείνο του ελληνικού οπτιμισμού.
Ουσιαστικά όταν ο Γερμανός φιλόσοφος κάνει λόγο για «Διονυσιακό», αυτό που εννοεί είναι η ξέφρενη συγχώνευση των ανθρώπων με το Είναι, η τρέλα, ενώ ως «Απολλώνιο» χαρακτηρίζει την ψευδαίσθηση και το μύθο. Όταν ο άνθρωπος αντικρύζει αυτό τον κόσμο, δύο είναι οι δυνατότητές του: είτε η τρέλα (Διονυσιακό στοιχείο) είτε η ψευδαίσθηση (Απολλώνιο στοιχείο).
Τόσο η τρέλα όσο και η ψευδαίσθηση δεν είναι παρά οι δύο κύριες αντιδράσεις που έχει επινοήσει η ανθρωπότητα ως παρηγοριά, προκειμένου να αντέχει τον πόνο και το παράλογο της ζωής μέσα σε αυτόν τον κόσμο. Το βαρβαρικό Διονυσιακό, που ήταν και η αρχαιότερη επινόηση που είχε ο άνθρωπος για να επιβιώνει, χαρακτηριζόταν από εγκατάλειψη μέσα στην ύπαρξη, στο Είναι: μέθη, ξέφρενος χορός και όργια ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά του, ενώ το μέσο τέχνης που κυριαρχούσε ήταν η μουσική. Τότε μάλιστα γεννήθηκαν τα έπη του Ομήρου και του Ησιόδου.
Το δεύτερο, που στηριζόταν στο μύθο και την κάθε είδους ψευδαίσθηση, αποτελείτο από την ηρεμία και την αρμονία του χώρου των Ολύμπιων θεών. Χαρακτηριστικό δείγμα της τότε τέχνης ήταν η αρχιτεκτονική, η ζωγραφική και η γλυπτική.
Ωστόσο, το αρχαιότερο Διονυσιακό δεν εξαλείφθηκε παρά επικράτησε μέσα στον ελληνικό πολιτισμό. Γι’ αυτό και δεν άργησε να δημιουργηθεί το ελληνικό Διονυσιακό στάδιο. Αυτό επανάφερε τους ανθρώπους μέσα στο Είναι, με το οποίο προσπαθούσε να τους συμφιλιώσει..
Τα Ελευσίνια μυστήρια και ο Πυθαγορισμός είναι οι χαρακτηριστικότερες μορφές τέχνης της εποχής, ενώ εδώ, όπως ακριβώς και στο αρχαιότερο βαρβαρικό, ο στόχος ήταν ο περιορισμός της ατομικής ύπαρξης μέσα από τη συγχώνευση μέσα στο Είναι. Ύστερα από την αλληλοδιαδοχή αυτών των τεσσάρων σταδίων, συνέβη ένα μοναδικό γεγονός στην ιστορία της ανθρωπότητας: μέσα στην Αθήνα του 5ου αιώνα πΧ. επιτεύχθηκε η αρμονική εξισορρόπηση ανάμεσα στην αρχέγονη τρέλα (Διόνυσος) και την ψευδαίσθηση (Απόλλωνας).
Η αρχαιοελληνική Τραγωδία του Αισχύλου και του Σοφοκλή είχε μόλις κάνει την εμφάνισή της. Αυτή η ένωση του Απολλώνιου με το Διονυσιακού ήταν σύμφωνα με το Nietzsche ο καλύτερος τρόπος που επινόησε ποτέ ο άνθρωπος για να επιβιώνει. Στην αρχαία Τραγωδία παρουσίαζε μέσω τη ξέφρενης μουσικής την αληθινή ουσία του κόσμου μας, που είναι η τυφλή και άλογη βούληση, την ίδια στιγμή όμως αυτή μετριαζόταν από το αίσθημα συμπάθειας και την ταύτιση των θεατών με τα πρόσωπα της Τραγωδίας.
Όπως υποστήριζε ο Schopenhauer, η συμπάθεια είναι η βάση κάθε ηθικής και ένα σημαντικό μέσο ανακούφισης από δεινά της ύπαρξης. Επομένως, αυτός ο ταύτισης και αποταύτισης, συνδυασμός τρέλας και ψευδαίσθησης, βυθίσματος στο Είναι και απομάκρυνσης από αυτό ήταν ο ιδανικός τρόπος τέχνης και κατά συνέπεια επιβίωσης του ανθρώπου στην ιστορία.
Δυστυχώς όμως, υποστηρίζει ο Nietzsche, αυτό το στάδιο δεν διήρκεσε πολύ: σύντομα η λογική σκέψη άρχισε να αποκτά τα ηνία του πολιτισμού και η μέθη και ο χορός αντικαταστάθηκαν από τη σκέψη. Η προσωκρατική φιλοσοφική ποίηση αντικαταστάθηκε από τους πλατωνικούς διαλόγους και ο Αισχύλος αντικαταστάθηκε από τον Ευρυπίδη, τον τελευταίο εκπρόσωπο της Τραγωδίας που πίστεψε στον οπτιμισμό του Σωκράτη ότι οι άνθρωποι μπορούν να κατακτήσουν την ευτυχία με τη λογική και τη γνώση.
Αυτή η παρακμιακή φάση ήταν η μεγαλύτερη στην ιστορία: επιβιώνει είκοσι πέντε ολόκληρους αιώνες και παραμένει μέχρι και το 19ο αιώνα που γράφει ο Nietzsche. Ιδανικό του δυτικού πολιτισμού μέχρι σήμερα είναι ο συγγραφέας, ο άνθρωπος της θεωρίας που μιμούμενος του λόγιους στην Αλεξάνδρεια της ελληνιστικής εποχής υπηρετεί την επιστήμη και αναζητά τη γνώση του παρελθόντος.
Είναι οριστική αυτή η δυσχιλιετής παρακμή της ανθρωπότητας; Ο Nietzsche υποστηρίζει ότι η σύγχρονη Ευρώπη και μαζί με αυτή ολόκληρος ο κόσμος πορεύεται στο δρόμο προς την αναβίωση της Τραγωδίας: το σπουδαίο εκείνο κατόρθωμα των Ελλήνων θα γίνει πράξη από το γερμανικό λαό. Πράγματι, οι Γερμανοί διαθέτουν το δικό τους Αισχύλο, που δεν είναι άλλος από το μεγάλο συνθέτη Richard Wagner.
Όσο για τον αφελή οπτιμισμό του Σωκράτη και του Πλάτωνα, έχει κλονιστεί ανεπανόρθωτα από τη φιλοσοφία του Kant που μας υπέδειξε τα όρια της λογικής μας, καθώς και από το Schopenhauer, που επανέφερε τον πεσιμισμό στην Ευρώπη.
Το ερώτημα που τίθεται υπαινικτικά από το Nietzsche προς το τέλος του βιβλίου είναι το ακόλουθο: τώρα που η φιλοσοφική και θρησκευτική παράδοση τόσων χιλιετιών έχει χρεοκοπήσει, ποιο νέο πολιτισμό μπορούμε και πρέπει να δημιουργήσουμε προκειμένου να εξακολουθήσουμε να ζούμε σε αυτόν τον αβίωτο κόσμο;
Η απάντηση έγκειται στην πολιτισμική επανάσταση που εισηγείται: μέσω της αναβίωσης της τραγωδίας και του πνεύματος της μουσικής. Ανεξαρτήτως της διαφορετικής απάντησης που θα δώσει αργότερα ο ίδιος, αυτό το καίριο ερώτημα δε θα πάψει να καθοδηγεί ολόκληρη τη φιλοσοφία του.
Το επόμενο βήμα στη σκέψη του Nietzsche, υπήρξε η απόρριψη του δημοφιλούς τότε απλοϊκού υλισμού και η άποψη ότι κάθε κοσμοθεωρία δεν είναι παρά μια αυθαίρετη σχηματοποίηση του κόσμου στις αντιληπτικές μας δυνατότητες.
Για να φανεί η ορθή προσέγγιση του έργου του Γερμανού φιλοσόφου, οι συγγραφείς επισημαίνουν τον ειρωνικό τόνο πολλών προκλητικών διατυπώσεων στα βιβλία του, τα οποία βρίθουν ad hoc επιχειρημάτων τόσο για τους πιο αξιοθαύμαστους όσο και για τους πιο αξιοκατάκριτους, που συχνά είναι τα ίδια πρόσωπα (πχ οι Schopenhauer, Wagner που πριν απορριφθούν υπήρξαν τα σημαντικότερα πρότυπά του).
Η σημαντικότερη καινοτομία του Γερμανού στοχαστή όμως ήταν ότι η ιουδαιοχριστιανική κοσμοθεωρία καταγγέλλει ως αμαρτωλά τα ένστικτά μας, δηλαδή ακριβώς αυτά που μας συνδέουν με τη ζωή, γι’ αυτό είναι απαραίτητο να εγκαταλειφθεί οριστικά χάρη της ολόπλευρης ανάπτυξής μας ως όντων.
Σύμφωνα με τον Nietzsche, εξηγούν οι δύο συγγραφείς, η ιουδαιοχριστιανική κοσμοαντίηψη βρίσκεται σε παρακμή και η Ευρώπη περνά μια μεγάλη κρίση εξαιτίας αυτής της παρακμής. «Ο Θεός είναι νεκρός» ήταν η περίφημη αποφθεγματική διατύπωση με την οποία ο Nietzsche αποκάλυψε το μηδενισμό του σύγχρονου κόσμου.
Προβληματιζόμενος σχετικά με το τι θα έπρεπε να πάρει τη θέση του ιουδαιοχριστιανισμού, ο Nietzsche εισηγείται ένα νέο είδος ανθρώπου: τον «Υπεράνθρωπο» (Ubermensch). Εκείνος θα δημιουργήσει νέες αξίες που θα προκρίνουν τη «θέληση για δύναμη» (Wille zur Macht) και την «αιώνια επιστροφή» (ewige Wiederkunft), ως ατελείωτη επανάληψη των πάντων μέσα στον κυκλικό χρόνο της ζωής.
Σύμφωνα με αυτή την άποψη, όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο που ζούμε, θα ξανασυμβούν άπειρες φορές μέσα στο χρόνο, καθώς η ύλη είναι περιορισμένη και αναγκαστικά θα οδηγήσει κάποια στιγμή στους ίδιους συνδυασμούς. Αυτό το όραμα προσπάθησε να υπηρετήσει ο Nietzsche με όλα τα επόμενα έργα του από το περίφημο Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα μέχρι τη Θέληση για δύναμη. Βέβαια όλες οι ιδέες βασίζονται στον «προοπτικισμό» του, σύμφωνα με τον οποίο δεν υπάρχει κάποια απόλυτη αλήθεια σχετικά με τον κόσμο παρά μόνο αλληλοαντικρουόμενες προοπτικές.
Το αν μια προοπτική είναι καλύτερη ή χειρότερη εξαρτάται από τις πρακτικές συνέπειές της, δηλαδή από το αν ευνοούν τη ζωή ή όχι. Η συγκεκριμένη σύλληψη ήταν που πέρασε στον 20ό αιώνα με τους φιλοσόφους του πραγματισμού (Pearce, James), του Υπαρξισμού (Sartre) και του Μεταμοντερνισμού (Foucault, Derrida, Lyotard), ενώ προέκυψαν και νεότερες επιστημονικές προσεγγίσεις που διέπονται από αυτή: πολιτισμική Ανθρωπολογία, συγκριτική Θεολογία και Θεωρία της λογοτεχνίας.
Υπογραμμίζεται ότι μέχρι και επιφανείς καλλιτέχνες όπως ο Mann και ο Dankan άντλησαν από τη νιτσεϊκή σκέψη, ενώ οι προσεγγίσεις των Freud, Jung και Adler δεν είναι παρά μερικά μόνο δείγματα της τεράστιας παρακαταθήκης του. Πίσω από το επιθετικό ύφος, τις σκοτεινές παραβολές και τους αφορισμούς, γίνεται ξεκάθαρος ο βαθύτερος στόχος του Nietzsche: να λυτρώσει τους ανθρώπους από το μηδενισμό που έχει επικρατήσει μετά τη χρεοκοπία των παραδοσιακών αξιών της Δύσης. Πρόκειται ίσως για ένα «δημιουργικό» τύπο μηδενισμού: o Nietzsche κηρύττει την επαναξιολόγηση όλων των ηθικών αξιών προς την κατεύθυνση της ζωής, που δεν είναι κάτι άλλο παρά θέληση για περισσότερη δύναμη και κυριαρχία.
Μέσα από φλογερούς λόγους, ο Zarathustra υποστηρίζει τη βελτίωση του ανθρώπινου είδους μέσω των εκλεκτών προσωπικοτήτων που θα κυριαρχούν στη μάζα, εκφράζοντας τις κάθετες δομές ανισότητας που η ίδια η φύση έχει δημιουργήσει. Με την αποδοχή της αιώνιας επιστροφής, η ανθρωπότητα θα μάθει να αντικρύζει τον κόσμο με αθώο βλέμμα, σαν να πρόκειται για ένα δίχως νόημα παιδικό παιχνίδι που σίγουρα αξίζει να συνεχίζεται στην αιωνιότητα. Ακόμη και το όνομα “Zarathustra” δεν είναι τυχαίο: καθότι ο ομώνυμος Πέρσης προφήτης θεωρείται ως πρώτος άνθρωπος που έδωσε μια ηθικοθρησκευτική ερμηνεία του κόσμου μας, εισάγοντας τις έννοιες «καλό» και «κακό», ο Nietzsche επέλεξε εκείνον για να αποδομήσει μια για πάντα αυτές τις έννοιες, εκφράζοντας τη φιλοσοφία του που είναι πέρα από το καλό και το κακό.
Ολόκληρη η φιλοσοφία του Nietzsche, συνοψίζεται στην αυτοϋπέρβαση: «Σας διδάσκω τον υπεράνθρωπο. Ο άνθρωπος πρέπει να ξεπεραστεί». Με αυτά τα λόγια του αρχίζει το κήρυγμα στο λαό ο Zarathustra. Παλιότερα ως βλασφημία αντιμετωπιζόταν το να περιφρονήσει κανείς το Θεό και τον ουρανό. Τώρα όμως που ο «Θεός είναι νεκρός», μεγαλύτερη βλασφημία είναι η καταφρόνια αυτής της ζωής και αυτού του γήινου σώματος που διαθέτουμε. Ο άνθρωπος εξελίχθηκε από τον πίθηκο και δάμασε με τη λογική του τα υπόλοιπα ζώα.
Ήρθε όμως η ώρα να δαμαστεί ο άνθρωπος από μια νέα μορφή ζωής: τον Υπεράνθρωπο. Ωστόσο, αυτή η υπέρβαση δε θα γίνει με τη λογική αλλά αντίθετα με τη στροφή προς τα ένστικτα. Στόχος του Nietzsche είναι να ανοίξει το δρόμο σε μια νέα φιλοσοφική σκέψη: επαναξιολογώντας και αποδομώντας τις παλιές αξίες και ιδανικά, ανοίγει το δρόμο σε μια πλήρη υπέρβασή τους. Οι αρετές που πρέπει πλέον να επικρατήσουν είναι αυτές που καταφάσκουν στη ζωή: η σκληρότητα, η φιλοπονία και ο αυστηρός ιεραρχικός διαχωρισμός ανάμεσα στο ανώτερο και το κατώτερο. Βάση της νέας κοινωνίας που θα θεμελιωθεί στους ισχυρούς πρέπει να είναι η δουλεία.
Ωστόσο, ο Nietzsche βρίσκει τον εαυτό του αναγκασμένο να συμπεράνει μια πικρή αλήθεια: ο Υπεράνθρωπος βρίσκεται ακόμη στο μακρινό μέλλον ως μια ελπίδα και απέχει πολύ από το να γίνει πραγματικότητα. Ακόμη και ο πιο σπουδαίος άνθρωπος που υπάρχει σήμερα είναι υπερβολικά αδύναμος να εφαρμόσει πλήρως στη ζωή του τη νέα διδασκαλία.
Τέλος, το βιβλίο συνοδεύεται και από έναν κατάλογο των νιτσεϊκής κατεύθυνσης αρετών, καθώς και των συμβολικών εικόνων μέσα στα βιβλία του, κατά μίμηση της Βίβλου και των πλατωνικών διαλόγων. Το συμπέρασμα των συγγραφέων είναι ότι ο Nietzsche υπήρξε κορυφαία προσωπικότητα στην ιστορία της δυτικής Φιλοσοφίας και αφιέρωσε τη ζωή του στο να προτείνει στην ανθρωπότητα ένα νέο, μεταχριστιανικό ιδανικό: την άνευ όρων αποδοχή και αγάπη της σκληρής πραγματικότητας, υπερβαίνοντας κάθε απαισιόδοξη στάση με σκοπό να φτάσει στην αληθινή ευτυχία.
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης