Στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του ο Georg Hegel βρέθηκε σε πολλά μέρη της Γερμανίας του 18ου και 19ου αιώνα ασκώντας διάφορα επαγγέλματα.
Στο 38ο έτος της ηλικίας του και συγκεκριμένα το 1808 αποφάσισε να μεταβεί από το Bamberg στη Νυρεμβέργη μετά από πρόσκληση του φίλου του Friedrich Emmanuel Niethammer. Εκεί διετέλεσε καθηγητής και διευθυντής του σχολείου Egidiengymnasium, το οποίο έχει μετονομαστεί στις μέρες μας ως Melanchthon Gymnasium.
Δίδαξε Φιλοσοφία, Γερμανικά, Μαθηματικά και Αρχαία Ελληνικά. Ιδιαίτερα καινοτόμα ήταν η μέθοδος διδασκαλίας του. Συνήθιζε να χωρίζει το μάθημά του σε παραγράφους που τις απήγγειλε.
Έτσι, ένα μεγάλο μέρος του μαθήματος αφιερωνόταν για διασαφηνίσεις και ερωτήσεις από μέρους των μαθητών. Πολλοί ονόμασαν τον τρόπο παράδοσής του στο Gymnasium ως Φιλοσοφικό Φροντιστήριο (Philosophische Propädeutik).
Στην πορεία της διαμονής του στη μεγαλύτερη πόλης της Φρανκονίας προέκυψαν προσωπικές οικονομικές δυσκολίες.
Το 1811 παντρεύεται την μόλις 20χρονη Marie von Tucher. Απέκτησαν μαζί μία κόρη, η οποία αμέσως μετά τη γέννηση απεβίωσε. Ο γιος που ακολούθησε πήρε το όνομα του παππού του Hegel, Karl.
Ο Karl Hegel επιθυμούσε διακαώς να ξεπεράσει το μεγαλείο του πατέρα του, πράγμα το οποίο δεν κατάφερε. Βέβαια, αξίζει να αναφερθεί ότι ήταν από τους πρώτους θεμελιωτές της ιστορικής επιστήμης στη Γερμανία.
Στη Νυρεμβέργη απέκτησε και άλλους δυο γιους, τον Immanuel και τον Ludwig. Ο τελευταίος μάλιστα, επειδή δεν έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τον Hegel, ανάγκασε τον φιλόσοφο να του δώσει το επώνυμο της μητέρας του για να αποφύγει τη δημόσια ντροπή.
Στη Νυρεμβέργη έγραψε επίσης μεταξύ 1812-1816 το έργο του Wissenschaft der Logik [Επιστήμη της Λογικής]. Το 1813 ανέλαβε καθήκοντα ως σχολικός σύμβουλος, βελτιώνοντας έτσι την οικονομική κατάσταση της οικογένειας.
Το 1816 τελειώνει πια η 8χρονη παραμονή του στη Νυρεμβέργη, αφού καλείται να αναλάβει την έδρα της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης.