Ένα Ελληνικό όνειρο: Γνωρίζοντας τον αρχιτέκτονα Leo von Klenze
Στους δρόμους του Μονάχου συναντάτε τον κατασκευαστή Leo von Klenze σχεδόν παντού. Στις αρχές του 19ου αιώνα ο ίδιος έπρεπε να κάνει πολλές παρακάμψεις από τη γενέτειρά του στα περίχωρα των βουνών του Harz μέσω του Βερολίνου, της Γένοβας, του Κάσσελ και του Παρισιού πριν εγκατασταθεί στο Μόναχο.
Αλλά ήταν τόσο προικισμένος ως αρχιτέκτονας, που πολλοί τον δυσφημούσαν προσπαθώντας να βλάψουν την καριέρα του. Το 1815, έγινε ο ιδιωτικός αρχιτέκτονας του Βασιλιά της Βαυαρίας Ludwig I, που υπό την ηγεσία του, το Μόναχο πήρε ένα νέο πρόσωπο: η Ruhmeshalle, η Ludwigstraße, Marstall, το Residenz, οι Γλυπτοθήκες, η Königsplatz διατήρησαν τα κλασικά ιδανικά που διαφήμισαν αποτελεσματικά τις κεντρικές πλατείες της πόλης και εκπλήρωσαν την επιθυμία του Βαυαρού Βασιλιά για ένα αντιπροσωπευτικό αστικό τοπίο για τη νέα μοναρχία.
Ο Βασιλιάς ήταν ικανοποιημένος. Στα χρόνια που ακολούθησαν, μετέτρεψε το Μόναχο ως Ευρωπαϊκό κέντρο τέχνης και μια πόλη που “κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει τη Γερμανία, εκτός αν έχει δει το Μόναχο“. Ο Klenze έμεινε στο πλευρό του. Μέχρι σήμερα γοητεύει η συμβίωση της τέλεια ισορροπημένης άποψης του αρχιτέκτονα και του ισχυρού πολιτικού ισχυρισμού πίσω από τις προσόψεις.
Ένα Ελληνικό όνειρο: Λέο φον Kλέντσε, ο Αρχαιολόγος
Ο Λέο φον Κλέντσε γνωρίζει τον Λουδοβίκο το 1814 και μένει στην υπηρεσία της Βαυαρίας ως το 1859. Γέννημα θρέμμα της εποχής του Κλασικισμού, ο Κλέντσε οραματίζεται την αναγέννηση της Ελληνικής αρχιτεκτονικής, ιδίως του δωρικού ναού. Σταθμό στην πορεία του αποτέλεσαν τα ταξίδια του στη Μεγάλη Ελλάδα με τους δωρικούς ναούς στο Πέστουμ, την αρχαία Ποσειδωνία, στον Ακράγαντα, τη Σεγέστα, τον Σελινούντα.
Ο «αρχαιολόγος» Κλέντσε αφήνεται να καθοδηγηθεί από τα ίδια τα μνημεία που σχεδιάζει με κάθε λεπτομέρεια επί ώρες. Στους τέσσερις μήνες που πέρασε στην Ελλάδα το 1834, ο Κλέντσε σχεδίασε τον αρχαϊκό ναό στο Καρδάκι της Κέρκυρας, το ναό της Αφαίας στην Αίγινα, την πλατεία του Αγίου Γεωργίου στο Ναύπλιο, άποψη της Χαλκίδας, τους Αέρηδες στην Πλάκα, ενώ η ελαιογραφία με τη φανταστική αναπαράσταση της Ακρόπολης έγινε αργότερα στο Μόναχο.
Ο Κλέντσε στην Αθήνα κίνησε τη διαδικασία για την επέκταση της νομοθεσίας προστασίας των αρχαίων. Για πρώτη φορά τοποθετούνται φύλακες σε αρχαιολογικούς χώρους ενώ, και πάλι με δική του ενέργεια, αρχίζει η καταγραφή των αρχαιοτήτων της Ελλάδας και το αναστηλωτικό έργο στην Ακρόπολη.
Η επίσημη έναρξη, που εποπτεύει ο ίδιος, γιορτάστηκε στις 10 Σεπτεμβρίου με συμμετοχή του λαού. Ήταν η πρώτη γιορτή στην Ακρόπολη ύστερα από αιώνες.
Ο Κλέντσε παρέμεινε στην υπηρεσία της Βαυαρίας έως το 1859. Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης θητείας του κτίσθηκαν πάνω από 50 οικοδομήματα, σύμφωνα με δικά του αρχιτεκτονικά σχέδια, ενώ ένας επίσης μεγάλος αριθμός σχεδίων δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
Ποιος είναι ο Φραντς Καρλ Λέο φον Κλέντσε
Ο Γερμανός αρχιτέκτονας, ζωγράφος, συγγραφέας και φιλέλληνας Φραντς Καρλ Λέο φον Κλέντσε, γεννήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 1784, σε μια μικρή πόλη του Χάρτς της κεντρικής Γερμανίας.
Το 1800 άρχισε τις σπουδές του στο Βερολίνο, παρακολουθώντας μαθήματα νομικής, λίγο αργότερα όμως, επηρεασμένος ίσως από τη συνάντησή του με τον αρχιτέκτονα W. Gilly, αποφάσισε να σπουδάσει αρχιτεκτονική.
Το 1803 συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι. Στα 1806-1807 επισκέφθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα την Ιταλία (Ρώμη, Νεάπολη, Βενετία), όπου για πρώτη φορά ήρθε σε επαφή με τα μνημεία της αρχαιότητας. Εργάσθηκε για λίγο καιρό στην πόλη Κάσσελ, στην αυλή του βασιλιά Ιερώνυμου, όπου κατασκεύασε το θέατρο της πόλης (στην Wilhelmshohe). Το 1813 παντρεύτηκε την Φελίτσιτας Μπλαντζίνι, από το Τουρίνο.
Το 1814 συναντάται για πρώτη φορά με το Λουδοβίκο. Η συνάντησή του αυτή επρόκειτο να γίνει καθοριστική για την όλη του εξέλιξη, γιατί δύο χρόνια αργότερα ο Λουδοβίκος τον καλεί στο Μόναχο, προτείνοντάς του να γίνει αρχιτέκτονας της αυλής και να συνεργασθεί με άλλους μαζί, για το πολεοδομικό σχέδιο του Μονάχου.
Ήδη από τις αρχές της παραμονής του στην πόλη αυτή αρχίζει παράλληλα και η δραστηριότητά του για την αγορά αρχαίων. Σαν ειδικός απεσταλμένος του Λουδοβίκου, πηγαίνει στο Παρίσι για να λάβει μέρος στη δημοπρασία της συλλογής του καρδιναλίου Φες.
Πολυάριθμοι αρχιτέκτονες, πολεοδόμοι, συλλέκτες και μεσίτες έργων τέχνης είχαν συγκεντρωθεί, με πρωτοβουλία του Λουδοβίκου, την εποχή εκείνη στο Μόναχο. Πολλοί απ’ αυτούς, όπως ο Μάρτιν φον Βάγκνερ, ο Χάλλερ φον Χάλλερσταϊν, ο Φρίντιχ φαν Γκαίρτνερ κ.α. διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξή του.
Ο Κλέντσε είναι, όμως, ίσως ο μόνος που – φερόμενος με ιδιαίτερη διπλωματία- κατόρθωσε να διατηρήσει σχεδόν συνέχεια ακλόνητη την εμπιστοσύνη του μονάρχη, μη διστάζοντας μερικές φορές και να παραμερίσει τους ανταγωνιστές του.
Ταξίδεψε με τον Λουδοβίκο δύο φορές στην Ιταλία, όπου επισκέφθηκαν τη Ρώμη, τη Νεάπολη, τη Φλωρεντία και τη Σικελία. Μετά την ενθρόνιση του Λουδοβίκου το 1825, ανακηρύχτηκε βασιλικός σύμβουλος για τα αρχιτεκτονικά θέματα.
Την Ελλάδα επισκέφθηκε ο Κλέντσε μόνο μια φορά ως απεσταλμένος του Λουδοβίκου, από τον Ιούλιο έως τον Νοέμβριο του 1834. Όμως, στο ταξίδι αυτό θα αναφερθούμε εκτενέστερα πιο κάτω. Ο Κλέντσε παρέμεινε στην υπηρεσία της Βαυαρίας έως το 1859. Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης θητείας του κτίσθηκαν πάνω από 50 οικοδομήματα, σύμφωνα με δικά του αρχιτεκτονικά σχέδια, ενώ ένας επίσης μεγάλος αριθμός σχεδίων δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
Ο Λέο φον Κλέντσε αρχιτέκτονας, της εποχής του Κλασικισμού, οραματίστηκε την αναγέννηση της ελληνικής αρχιτεκτονικής και τη δημιουργία μιας νέας Αθήνας στο Μόναχο, όπου πολυάριθμα κτίριά του σφράγισαν οριστικά το πρόσωπο της πόλης αυτής. Στην ίδια την Αθήνα, μοναδικό δείγμα της αρχιτεκτονικής του είναι η καθολική εκκλησία (Άγιος Διονύσιος) δίπλα στο Οφθαλμιατρείο.
Όμως και εδώ ο Κλέντσε έπαιξε σημαντικό ρόλο κάνοντας βασικές τροποποιήσεις στο πολεοδομικό σχέδιο της πόλης, δημιούργημα των Κλεάνθη και Σάουμπερτ. Το πρώτο αρχιτεκτονικό σχέδιο για ένα αρχαιολογικό μουσείο κοντά στην Ακρόπολη, έργο επίσης του Κλέντσε, δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Όμως η δημιουργικότητα του Κλέντσε δεν περιορίσθηκε σε όρια αυστηρά αρχιτεκτονικά – πολεοδομικά.
Σ’ αυτόν οφείλεται η Γλυπτοθήκη του Μονάχου, όχι μόνο σε ό,τι έχει σχέση με την εξωτερική της μορφή. Και η ίδια η διαμόρφωση των αιθουσών ως εκθεσιακών χώρων, αλλά ακόμη και η επιλογή των εκθεμάτων, είναι έργο δικό του. Ως σύμβουλος του διαδόχου και μετέπειτα βασιλιά Λουδοβίκου σε θέματα τέχνης, στον οποίο ο Λουδοβίκος είχε πολλές φορές τυφλή εμπιστοσύνη, κατόρθωσε να συγκεντρώσει στο Μόναχο ένα σημαντικό αριθμό γλυπτών, αγοράζοντάς τα από διάφορες συλλογές και δημοπρασίες, όπως π χ. τον Απόλλωνα της Τενέας, την Ειρήνη του Κηφισοδότου, τον λεγόμενο «Βασιλιά του Μονάχου».
Εδώ επέδειξε πολλές φορές ένα πολύ σωστό αισθητικό κριτήριο και γνώση της Ελληνικής γλυπτικής, αν και όπως άλλωστε είναι φυσικό για την εποχή του, δεν ήταν πάντοτε απαλλαγμένος από την επίδραση που ασκούσε ακόμη ο Βίνκελμαν και οι απόψεις του σχετικά με την αρχαία τέχνη.
Παράλληλα με τον εμπλουτισμό της Γλυπτοθήκης, ο Κλέντσε κατόρθωσε να δημιουργήσει και συλλογή αγγείων, στην οποία συγκαταλέγονται πολλά αριστουργήματα της Ελληνικής αγγειογραφίας. Η συλλογή αυτή, που αρχικά δεν ήταν επισκέψιμη παρά μόνον από λίγους ειδικούς, έμελλε να στεγασθεί αργότερα σε κτίριο που κτίσθηκε επίσης στην Königsplatz, τη μεγάλη κλασικιστική πλατεία του Μονάχου, απέναντι ακριβώς από τη Γλυπτοθήκη.
Εμπλουτισμένο και με πολλά άλλα αντικείμενα από χαλκό και διάφορα πολύτιμα και μη μέταλλα, πήρε την ονομασία «Μουσείο Αρχαίας Μικροτεχνίας». Τον πυρήνα, λοιπόν, της έκθεσης αποτελεί η προσπάθεια μιας προσέγγισης της ως τώρα άγνωστης πλευράς του Κλέντσε ως αρχαιολόγου.
Ο Αρχαιολόγος
Ίσως κανένας από τους συγχρόνους του Κλέντσε να μην προσανατολίστηκε, σε τέτοιο βαθμό, στην Ελληνική τέχνη, όσο αυτός. Οι νέες κλασικιστικές τάσεις που επικρατούσαν την εποχή εκείνη, και με τις οποίες γαλουχήθηκε κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Βερολίνο και στο Παρίσι, φαίνεται ότι τον είχαν επηρεάσει βαθύτατα.
Έτσι, η Ελληνική αρχιτεκτονική γίνεται γι’ αυτόν «μέτρο πάντων», ιδίως η αρχέτυπη μορφή της, που είναι ο δωρικός ναός, ο οποίος μέχρι το τέλος της ζωής του δεν έπαψε να τον απασχολεί. Ιδιαίτερα τον ενδιέφερε η θεωρία, οι νόμοι της αναλογίας και η γνώση των συμβόλων που κρύβει μέσα του. Από την έντονη απασχόληση του με τον δωρικό ναό προέκυψαν διάφορα γραπτά κείμενα, όπως το «Μελέτες και αποσπάσματα σαν σκέψεις πάνω στη δημιουργία, την ιστορία και τους κανόνες της αρχιτεκτονικής».
Η προσπάθεια της θεωρητικής προσέγγισης και κατανόησης της εξελίξεως των μορφών χαρακτηρίζει ιδιαίτερα την εποχή αυτή, αλλά και την ίδια την αρχαιογνωστική επιστήμη. Σκοπός του Κλέντσε, όσον αφορά τα αρχιτεκτονικά μνημεία, δεν ήταν η επαναφορά τους στην αρχική τους μορφή αλλά η επανάκτηση των νόμων κατασκευής τους, έτσι ώστε να γίνει δυνατή και στην εποχή του η ανοικοδόμηση τέλειων ελληνικών ναών.
Σε ένα από τα γραπτά του διαβάζουμε: «Ολόκληρος ο Ελληνικός ναός, ακόμη και το παραμικρότερο μέλος του, δεν έχει τίποτα το κρυφό, αινιγματικό… έχουμε στη διάθεσή μας ολόκληρο το αρχιτεκτονικό αλφάβητο…αν γράψουμε με αυτό θα είμαστε σε θέση να δημιουργήσουμε νέα και εξαιρετικά έργα.»
Αποκαλυπτικά στάθηκαν, σίγουρα, τα ταξίδια του στην Ιταλία και η επαφή του με τους πολυάριθμους δωρικούς ναούς, στη Σικελία και στη Μεγάλη Ελλάδα. Το Πέστουμ, δηλαδή η αρχαία Ποσειδώνια, καθώς και οι πόλεις της Σικελίας, Ακράγας. Σεγέστα και Σελινούς, αποτέλεσαν σταθμό στην πορεία του, αφού εδώ του δόθηκε για πρώτη φορά η δυνατότητα να εμβαθύνει τις γνώσεις του, αναπτύσσοντας συγχρόνως και το αισθητικό του κριτήριο.
Τα σχέδια και οι ελαιογραφίες του εκτός των άλλων παρουσιάζουν και ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί μας δείχνουν πόσο είχε ήδη προχωρήσει η κατανόηση της, ως τότε, κάπως ξένης ακόμη, αρχαϊκής δωρικής τέχνης.
Ο δωρικός ναός είχε κινήσει το ενδιαφέρον πολλών ερευνητών, ήδη τον 18ο αι. Ο Λε Ρουά, στο πολύ δημοφιλές εικονογραφημένο έργο του, που είχε κυκλοφορήσει το 1758, είχε ήδη χωρίσει κατά περιόδους την εξέλιξη του δωρικού ρυθμού.
Πραγματικό σταθμό, όμως, απετέλεσε η έκδοση του έργου των Stuart και Revett (Αρχαιότητες των Αθηνών), γιατί για πρώτη φορά έκανε γνωστούς τους δωρικούς ναούς της ίδιας της Ελλάδας. Η αντίδραση στους κύκλους των διανοουμένων ήταν μεικτή.
Εδώ φάνηκε πόσο δύσκολο ήταν να συνδυασθούν οι καινούργιες γνώσεις με την αισθητική ισορροπία, όπως την είχε εκφράσει και θεμελιώσει ο Βίνκελμαν. Χαρακτηριστικά ήταν αυτά που αυθόρμητα είπε ο Γκαίτε, όταν στις 23 Μαρτίου 1787 επισκέφθηκε την Ποσειδώνια: «Βρέθηκα σε έναν τελείως ξένο κόσμο». Αμέσως μετά, όμως, συμπλήρωσε: «Σε λίγο, πάντως, συνήλθα, θυμήθηκα την ιστορία της τέχνης, έφερα στο νου μου τον αυστηρό ρυθμό της γλυπτικής, και πριν περάσει μια ώρα είχα συμφιλιωθεί».
Ο Κλέντσε κατόρθωσε σύντομα να ξεφύγει από τη μονομερή έρευνα των αναλογιών και άφησε να τον καθοδηγήσουν τα ίδια τα μνημεία. Και σ’ αυτήν ακριβώς την αντιμετώπιση κρύβεται ο «αρχαιολόγος» Κλέντσε.
Μέρες ολόκληρες, και με σκληρές συνθήκες, εργαζόταν στους ναούς σχεδιάζοντας με κάθε λεπτομέρεια. Χαρακτηριστικά για τον τρόπο της δουλειάς του είναι τα σχέδια και οι μετρήσεις του από τα ερείπια του Ακράγαντα.
Στην Ελλάδα
Ο πρώτος ναός που ο Κλέντσε επισκέφτηκε και σχεδίασε μετά την άφιξή του στην Ελλάδα, τον Ιούλιο του 1834, είναι ο αρχαϊκός ναός που βρίσκεται στο Καρδάκι της Κέρκυρας, μέσα στον κήπο του MON REPOS.
Η αποστολή του στη χώρα μας είχε κυρίως πολιτικό χαρακτήρα: έπρεπε να ανακληθούν δύο από τα τρία μέλη της Αντιβασιλείας, οι φον Μάουρερ και φον ‘Αμπελ, λόγω διαφορών που είχαν ξεσπάσει μεταξύ τους.
Δεύτερος στόχος του ταξιδιού αυτού ήταν και η διευθέτηση του ζητήματος που είχε προκύψει σχετικά με το πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας, έργο των Κλεάνθη και Σάουμπερτ, ενάντια στο οποίο είχαν διατυπωθεί διάφορες αντιρρήσεις. Το διάστημα των τεσσάρων μηνών, όμως, που παρέμεινε στην Ελλάδα ο Κλέντσε, το χρησιμοποίησε για να γνωρίσει τον τόπο και τους ανθρώπους του.
Αξίζει να διαβάσει κανείς τις απόψεις του για τους Έλληνες:
«Πνευματική υπεροχή σε υψηλό βαθμό, ίσως πάνω από όλους τους λαούς της γης, αφάνταστη ευπλασία του χαρακτήρα, περιφρόνηση προς το θάνατο και την φιλοκτημοσύνη, μεγάλη αυτοπεποίθηση και εθνική υπερηφάνεια – δηλαδή η ελληνική φιλαυτία, που χαρίζει και στους βοσκούς και στους αγρότες μια εμφάνιση αξιοπρόσεκτη, που ακόμη και εκείνο τον τυφλό ζητιάνο έξω από τις πύλες του Ναυπλίου τον κάνει να μοιάζει με Πατριάρχη της φτώχειας- όλα πρέπει να θεωρηθούν σαν εθνικές ιδιότητες των Ελλήνων, όλων των κοινωνικών στρωμάτων” (Από το βιβλίο του: «Αφοριστικές σημειώσεις»).
Από την Κέρκυρα ο Κλέντσε έφθασε με πλοίο στην Πάτρα, απ’ όπου συνέχισε το ταξίδι του με κυβερνητικό πλοίο ως την Κόρινθο. Η πρώτη του συνάντηση με το ξερό καλοκαιριάτικο τοπίο της Κορινθίας τον ξένισε κάπως, όπως διαφαίνεται από τα γραπτά του. Αφού επισκέφθηκε τα ερείπια του ναού του Απόλλωνα συνέχισε, διασχίζοντας την Αργολίδα, για το Ναύπλιο.
Επειδή το πρώτο μέρος του ταξιδιού του ήταν κατά κύριο λόγο αφιερωμένο στα θέματα της αποστολής του, πρέπει το σχέδιο του, που αποδίδει με ακρίβεια και ευαισθησία την πλατεία του Αγίου Γεωργίου στο Ναύπλιο, να προέρχεται από το δεύτερο ταξίδι του στην πόλη αυτή.
Στο μικρό αυτό διάστημα της παραμονής του στο Ναύπλιο, κατόρθωσε να διεισδύσει σε μεγάλο βαθμό στα προβλήματα του νέου τότε κράτους. Στις 12 Αυγούστου συνέχισε το ταξίδι του για την Αθήνα, μέσω Επιδαύρου, Πάρου και Αίγινας, όπου τον απασχόλησαν ιδιαίτερα τα ίχνη χρώματος στα αρχιτεκτονικά μέλη του ναού της Αφαίας που είχε ανασκαφεί το 1811.
Από την περίοδο της παραμονής του στην Αθήνα ενδιαφέρον παρουσιάζει μια γραφική άποψη από την περιοχή των Αέρηδων. Η πολύ γνωστή ελαιογραφία με την φανταστική αναπαράσταση της Ακρόπολης στη ρωμαϊκή εποχή είναι έργο υστερότερο, που έγινε στο Μόναχο.
Η προστασία των αρχαιοτήτων
Μια από τις βασικότερες ενέργειες του Κλέντσε ήταν η διαδικασία, που έθεσε σε κίνηση, για την επέκταση της νομοθεσίας προστασίας των αρχαίων. Ως τότε η διαφύλαξή τους ήταν έργο φιλάρχαιων ιδιωτών και της Φιλομούσου Εταιρείας. Γνωστή είναι η αυτοθυσία και ο απέραντος ενθουσιασμός του Κυριάκου Πιττάκη για την προστασία των μνημείων της Αθήνας.
Με διάταγμα της 28ης Αυγούστου του 1834 τοποθετήθηκαν, για πρώτη φορά φύλακες στους εξής αρχαιολογικούς χώρους: Αθήνα, Αίγινα, Ελευσίνα, Δελφούς, Ραμνούντα, Σούνιο, Επίδαυρο, Κόρινθο, Μυκήνες, Φιγάλεια – Βάσσες, Μεσσήνη, Δήλο και Ολυμπία.
Επίσης, σε ενέργεια του Κλέντσε οφείλεται η καταγραφή των αρχαιοτήτων της Ελλάδας και η αίτηση προς την κυβέρνηση για διεξαγωγή αναστηλωτικών εργασιών στην Ακρόπολη, με κρατική ευθύνη. Αποκορύφωμα της παραμονής του στην Ελλάδα ήταν η επίσημη έναρξη των αναστηλωτικών εργασιών, με εποπτεία του ιδίου, που γιορτάσθηκαν στις 10 Σεπτεμβρίου επάνω στον Ιερό βράχο, με συμμετοχή του λαού.
Σχεδόν ολόκληρος ο πληθυσμός της Αθήνας ανέβηκε σε πομπή, τον ανηφορικό δρόμο προς την Ακρόπολη, για να παραβρεθεί στην ανασύνδεση ορισμένων σπονδύλων από κίονες του Παρθενώνα, το πρώτο βήμα στην αναστήλωση του μνημείου αυτού.
Ήταν η πρώτη γιορτή στην Ακρόπολη μετά από αιώνες. Ανάμεσα στις προτάσεις του Κλέντσε για τη διαμόρφωση του χώρου ήταν και η όσο το δυνατόν γρηγορότερη απομάκρυνση των ύστερων κτισμάτων και τειχών.
Όμως μόνο μετά την αποχώρηση της Βαυαρικής φρουράς από την Ακρόπολη, στις 30 Μαρτίου 1835, είχαν οι αρχαιολόγοι και συντηρητές πραγματικά ελεύθερο πεδίο δράσεως.
Όσον αφορά τη σχέση που είχε ο Κλέντσε με το πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας, εδώ έπαιξε, με τις τροποποιήσεις που έκανε, ένα ρόλο συμφιλιωτικό στα προβλήματα που είχαν προκύψει. Αντίθετα με τους Κλεάνθη και Σάουμπερτ, ο Κλέντσε πίστευε ότι η πολεοδομία δεν μπορούσε πλέον να βασίζεται σε ελεύθερες, καλλιτεχνικές ιδέες, και σε συμβολικές θεωρίες.
Τις προτάσεις του, που πραγματοποιήθηκαν τελικά θέλησε να τις στηρίξει στα τοπογραφικά και ιστορικά δεδομένα του χώρου. Αυτό βέβαια θα ήταν αποδοτικό μόνο αν η πόλη αυτή μεγάλωνε «οργανικά».
Η ανάδειξη όμως, της Αθήνας σε πρωτεύουσα του κράτους είχε σαν αποτέλεσμα την πολύ γρήγορη ανάπτυξη και τη μεγάλη πυκνότητα του πληθυσμού της, πράγμα που οδήγησε στο χάος. Αν είχε ακολουθηθεί το αρχικό πολεοδομικό σχέδιο με τους φαρδείς δρόμους και το ιπποδάμειο σύστημα, η εξέλιξη αυτή ίσως είχε αποφευχθεί.
Στις 15 Σεπτεμβρίου ο Κλέντσε αναχωρεί από την Αθήνα για την Πελοπόννησο απ’ όπου, θα καταλήξει στη Ζάκυνθο, μετά από ένα περίπου μήνα, για να πάρει πια το δρόμο της επιστροφής. Στη διάρκεια της περιοδείας του, επισκέφθηκε την Τίρυνθα και τις Μυκήνες όπου εντυπωσιάσθηκε από την Πύλη των Λεόντων την Τεγέα, τη Μαντινεία, τη Μεγαλόπολη και τη Λυκόσουρα.
Μέσα από την ορεινή Αρκαδία από την Καρύταινα και τη Δημητσάνα έφθασε τελικά στην Ολυμπία, που βρισκόταν όμως ακόμη θαμμένη κάτω από 7 μέτρα άμμου από τις προσχώσεις του Αλφειού. Πληροφορίες να τις περιηγήσεις του μας δίνουν σημειώσεις και κείμενα. Τα τελευταία του σχέδια προέρχονται από τον σταθμό του στη Ζάκυνθο.
Ο Κλέντσε δεν έμελλε να έρθει για δεύτερη φορά στην Ελλάδα. Στους τέσσερις μήνες που έμεινε εδώ κατόρθωσε να γνωρίσει από κοντά την πραγματικότητα του νέου κράτους να εξοικειωθεί με τα πολιτικά και οικονομικά δεδομένα να καταλάβει το χώρο και τους ανθρώπους πράγμα που τον οδήγησε σε εμφανή κριτική κατά της βαυαρικής κυριαρχίας.
Από το Μόναχο προσπάθησε να συνεχίσει την επιτήρηση των εργασιών στην Ακρόπολη, δεν θέλησε όμως να δεχθεί την πρόταση του Λουδοβίκου να έρθει σαν μόνιμος σύμβουλος του Όθωνα στην Ελλάδα.
Πέθανε ακριβώς 30 χρόνια αργότερα τον Ιανουάριο του 1864 στο Μόναχο.
Αλίκη Μουστάκα
Αρχαιολόγος ΚΕΑ Ακαδημίας Αθηνών