Από την δολοφονία του Ενβέρ Σίμσεκ πριν από είκοσι χρονία και για τα επόμενα έντεκα χρόνια που ακολούθησαν, οι έρευνες της γερμανικής αστυνομίας ήταν άκαρπες.
Γιατί δολοφονήθηκε ο Ενβέρ Σίμσεκ στις 9 Σεπτεμβρίου του 2010 ή ο Αμπντουραχίμ Ετσουντογκρού στις 13 Ιουνίου του 2001 ή ο Σουλεϊμάν Τασκεπρού στις 27 Ιουνίου του 2001; Και οι τρεις σκοτώθηκαν με το ίδιο όπλο.
Μέχρι το 2006 δολοφονήθηκαν με τον ίδιο τρόπο άλλοι έξι άνθρωποι, Τούρκοι, καθώς και ένας Έλληνας, ο Θεόδωρος Βουλγαρίδης.
Στην αρχή της υπόθεσης ελάχιστοι υπέθεταν ότι τα κίνητρα ήταν ρατσιστικά.
Τα γερμανικά ΜΜΕ δεν είχαν αναφερθεί στο ενδεχόμενο εμπλοκής κάποιας ακροδεξιάς οργάνωσης μέχρι τις 4 Νοεμβρίου 2011, όταν η νεοναζιστική, τρομοκρατική οργάνωση NSU ανέλαβε την ευθύνη με βίντεο, στο οποίο μιλούσε για τις στυγερές δολοφονίες.
Οι γερμανικές αρχές και τα ΜΜΕ μετέδιδαν τις πληροφορίες με αποτροπιασμό. Αλλά και με απογοήτευση για την αποτυχία τους.
Πώς μπόρεσε να συμβεί όλο αυτό; Γιατί κανείς δεν το είχε υποψιαστεί; Και γιατί στην αρχή στοχοποιούνταν ως ένοχοι μέλη των οικογενειών των δολοφονηθέντων;
Ο ρόλος των γερμανικών διωκτικών αρχών και των μυστικών υπηρεσιών, που δεν κατάφεραν να φτάσουν έγκαιρα στην εξάρθρωση της νεοναζιστικής οργάνωσης, αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας ακόμη και σε ειδικές επιτροπές της γερμανικής βουλής.
Mια μελέτη του Ινστιτούτο Ότο Μπρένερ το 2015 ήταν αποκαλυπτική για τον ρόλο των ΜΜΕ στην κάλυψη των υποθέσεων. «Τα ΜΜΕ στο σύνολό τους είχαν δεχθεί άκριτα τις υπόνοιες της αστυνομίας για ευθύνες στον οικογενειακό κύκλο των θυμάτων ή για διασυνδέσεις με τη μαφία, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων» αναφέρει στην DW η Έλκε Γκρίτμαν, καθηγήτρια ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο του Μαγδεμβούργου, που συμμετείχε στην έρευνα του 2015.
Επιπολαιότητα και στοχοποίηση από τα ΜΜΕ
Στα πρώτα χρόνια της δημοσιογραφικής κάλυψης των εν ψυχρώ δολοφονιών της NSU, η πλειοψηφία των ΜΜΕ δεν ενήργησε κάνοντας ουσιαστική έρευνα ή διασταύρωση των πηγών.
Τα περισσότερα ΜΜΕ μετέδιδαν απλώς τις αστυνομικές ανακοινώσεις περί οικογενειακών προβλημάτων η διασυνδέσεων με κυκλώματα οργανωμένου εγκλήματος. Μια άλλη δυσάρεστη πτυχή ήταν η δημοσιογραφική αναπαραγωγή του όρου «Döner-Morde», καθώς ορισμένα από τα θύματα εργάζονταν σε τουρκικά ταχυφαγεία.
Αυτή ήταν μια προσπάθεια τόσο των ταμπλόιντ όσο και των παραδοσιακών μέσων, να συμπυκνώσουν τα φαινομενικά ασύνδετα και ακατανόητα γεγονότα σε έναν «δημοσιογραφικό όρο». Στην πραγματικότητα όμως μόνο δύο από τα θύματα της NSU εργάζονταν πραγματικά σε τέτοια μαγαζιά.
Όπως αναφέρει η μελέτη του 2015, αυτή η γενίκευση «αφαίρεσε την ατομικότητα κάθε θύματος». Σύμφωνα με την Έλκε Γκρίτμαν σήμερα, 20 χρόνια μετά, τα ΜΜΕ έχουν γίνει πολύ πιο προσεκτικά.
Όπως παρατηρεί η γερμανίδα ειδικός, η αλλαγή προσέγγισης σε αντίστοιχα εγκλήματα από τα γερμανικά ΜΜΕ φαίνεται για παράδειγμα στην περίπτωση των δολοφονιών με ρατσιστικό και αντισημιτικό κίνητρο στην πόλη Χάλε τον Οκτώβριο του 2019.
Πολλοί δημοσιογράφοι είδαν με κριτική ματιά τον τρόπο με τον οποίο η γερμανική αστυνομία διαχειρίστηκε την υπόθεση και την ταυτότητα των θυμάτων, κάτι που δεν έγινε στην περίπτωση των δολοφονιών της NSU.
Πιο προσεκτική πλέον η δημοσιογραφία
O Tάνιεφ Σουλτς διδάσκει επίσης Δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο του Μάιντς, παρακολούθησε το 2018 τη δίκη της NSU και έχει δημοσιεύσει σχετικό βιβλίο. Όπως παρατηρεί μιλώντας στη DW, πλέον οι δημοσιογράφοι «ακούν πολύ περισσότερο την πλευρά των θυμάτων, είναι έτοιμοι να αμφισβητήσουν επίσημες δηλώσεις και να ρίξουν περισσότερο φως στη λειτουργία ακροδεξιών εξτρεμιστών, σε σχέση με τη στάση που τήρησαν έναντι των δολοφονιών της NSU». Βέβαια ο ίδιος θεωρεί ότι έχουν υπάρξει και «υποτροπές», όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των επιθέσεων με ρατσιστικά κίνητρα στο Χάναου τον Φεβρουάριο του 2020. Ένας ένοπλος με ακροδεξιά, ξενοφοβική νοοτροπία σκότωσε εννέα ανθρώπους, οι περισσότεροι με μεταναστευτικό υπόβαθρο, σε διάφορες τοποθεσίες, μεταξύ των οποίων ένα μπαρ με ναργιλέ (shisha bar), πριν σκοτώσει τη μητέρα του και αυτοκτονήσει. Σε κάποια ΜΜΕ οι δολοφονίες καταγράφηκαν ως «Shisha-Morde».
Για την Έλκε Γκρίτμαν τέτοιοι χαρακτηρισμοί κάνουν τα θύματα να χάνουν το «ανθρώπινο πρόσωπό τους», ενώ η αναφορά σε «παράλληλες κοινωνίες» εντός της γερμανικής κοινωνίας είναι επίσης προβληματική.
Και οι δύο ειδικοί θεωρούν πάντως ότι τα ΜΜΕ έχουν μάθει από την αποτυχία τους. Αυτό φαίνεται για παράδειγμα από την κάλυψη της δίκης του φερόμενου δράστη στην πόλη Χάλε. Όπως σημειώνει η Γκρίτμαν, μπορεί κανείς να δει «ότι οι πληγέντες, οι συγγενείς έχουν αποκτήσει πρόσωπο και φωνή». Υπάρχει «μεγαλύτερη ενσυναίσθηση» απ’ ό,τι στη δημοσιογραφική κάλυψη των δολοφονιών της NSU.