ΕΚΕΙΝΟ το απόγευμα, παραμονές Δεκαπενταύγουστου, στην πετρόκτιστη πλατεία έξω απ’ το Πνευματικό Κέντρο Αυλιωτών, τα συγκινησιακά φορτία ήταν διάχυτα. Έντονα. Κι αμείλικτα…
ΤΟ ΤΥΠΙΚΟ, ελάχιστα ικανό να εξηγήσει «τι και πώς», μιλούσε για συναυλιακή συνάντηση των καλλιτεχνικών δυνάμεων του τόπου. Φιλαρμονική, Χορωδία, Kερκυραϊκή Μαντολινάτα (υπό, οι δύο τελευταίες, τη διεύθυνση της Ιωάννας Γιαννιώτη και, στο πιάνο, τη Λίζα Γιαννακοπούλου).
Η ουσία, πάλι, επέλεγε διαφορετική περιγραφή: «το δώρο της», είπε˙ γιόρταζε, εξάλλου, το ξημέρωμα, της Παναγιάς. «Και το προσφέραμε όλοι από καρδιάς. Συγκινημένοι, φορτισμένοι, αλλά με τεράστια θέληση να εκπληρώσουμε όσο καλύτερα την επιθυμία αυτού του παιδιού, που δίδαξε σε όλους μας τι σημαίνει δύναμη ψυχής…».
Ο ΛΟΓΟΣ του μαέστρου, Σπύρου Κασταμονίτη στο Corfu Stories σημάδευε 26 Μάηδες, με όμορφα, ξανθά μαλλιά, ξέπλεκα πάνω στο μεταλλικό σκαρί του ιατρικού αμαξιδίου. Αν πλησίαζες, θα έβλεπες στη ράχη μια μπουκάλα οξυγόνου.
Ένα συνδεδεμένο σωληνάκι, που κατέληγε κάπου στο λαιμό˙ «για να μπορεί να αναπνέει». Ένα δεύτερο, χαμένο κάπου στο στομάχι˙ «για τη σίτιση».
Και μπροστά, μια ψηφιακή οθόνη υψηλής νοημοσύνης˙ «στέλνει μήνυμα με τα μάτια, ο υπολογιστής το μεταφράζει κι έτσι λαμβάνουμε τι θέλει να μας πει. Τα μάτια και τα αφτιά της, είναι τα μόνα που διατηρούνται ακόμη μερικώς λειτουργικά».
ΑΥΤΗ, είναι η ιστορία της Μαρίας. Και τούτο, το ωραιότερο καλοκαίρι της ζωής της. Στις ρίζες της…
ΠΑΙΔΙ της ομογένειας η Μαρία Λαμπροπούλου. Γερμανία, Μόναχο. Αυλωτιανή, εκ μητρός, τρίτης γενιάς και γεννημένη με το σταυρό μιας σπάνιας νευροπάθειας (κληρονομική αισθητικοκινητική νευροπάθεια τύπου 3, με πρόκληση εκτενούς μυϊκής ατροφίας), που, «όπως λέγαν’ τότε οι γιατροί, άντε να την έχουν 15 άτομα σ’ όλο τον κόσμο.
Πολύ μικρή, αν και πάντα αδύναμη, στεκόταν όρθια», σημειώνει στο Corfu Stories η θεία της, Σοφία Μουζακίτη. «Όσο περνούσε, όμως, ο καιρός, η κατάσταση γινόταν και πιο δύσκολη. “Zητούσε” όλο πιο πολύ το καροτσάκι, ένα – ένα τα σημεία του σώματός της έπαψαν ν’ ανταποκρίνονται, έβγαλε σοβαρά περιστατικά πνευμονίας, δύο πλήρους αναπνευστικής ανακοπής, πτώση του ανοσοποιητικού.
Απ’ τα 13, επιδεινώθηκε πολύ. Ώσπου φθάσαμε στη σημερινή κατάσταση. Με το σώμα της να στερείται πλέον κάθε ικανότητας να κινηθεί, να φάει, να μιλήσει, ακόμη και ν’ αναπνέει μόνη της, καθιστώντας απαραίτητη την 24ωρη μηχανική υποστήριξη και την ιατρική φροντίδα – γιατροί και νοσοκόμες, άλλωστε την ακολούθησαν κι εδώ. Τουλάχιστον, στη Γερμανία, όλα αυτά (περίθαλψη, αμαξίδιο κ.λπ.) τα παρέχει το κράτος. Αν έμενε εδώ…».
Το ταξίδι στους Αυλιώτες πώς προέκυψε; Ήταν η πρώτη της φορά, σωστά;
«Μετά τα δύο της χρόνια, ναι – απ’ εκείνο το πρώτο, όμως, ταξίδι δεν έχει καθόλου μνήμες. Η Μαρία, όλα αυτά τα χρόνια άκουγε απ’ τη μητέρα της για το χωριό καταγωγής της, τον τόπο των παππούδων της, τις ομορφιές του, τους ανθρώπους τους. Διαμόρφωσε, λοιπόν, μια παραμυθένια, θα έλεγα, εικόνα κι εδώ και χρόνια της γεννήθηκε το όνειρο ζωής να το επισκεφθεί. Η κατάστασή της, ωστόσο, δεν το επέτρεπε, ενώ και το κόστος ήταν υπέρογκο: 48.000 ευρώ για αεροπορική μεταφορά (με ειδική πτήση), αποζημιώσεις ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού συνοδείας, ασθενοφόρο, ιατρικά μηχανήματα κ.λπ.»
ΕΜΟΙΑΖΕ ανέφικτο. Δεν ήταν. Τ’ απέδειξε το «GoFundme». Ένας βαυαρικός οργανισμός, υπό τον Gerhard Gleitsmann, με έργο την εκπλήρωση της (όχι σπάνια, τελευταίας) επιθυμίας παιδιών, με αναλόγως σοβαρές ασθένειες.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ειδική ιστοσελίδα: «Mein letzer traum – das meer sehen» (Ένα τελευταίο μου όνειρο, να δω τη θάλασσα). Καμπάνια. Ειδικός λογαριασμός. Το μήνυμα ακούστηκε πιο έντονα. Σε ραδιόφωνα, σταθμούς.
Ευαισθητοποίησε. Διοργανώθηκαν events. Και τελικά, παρά τον υψηλό βαθμό δυσκολίας, μια ολιγόλεξη ανακοίνωση, αρχές Ιουλίου, άνθιζε υπέροχα μαντάτα: «Ο δρόμος για τη θάλασσα είναι πλέον ανοικτός. Το όνειρο γίνεται πραγματικότητα…»
[su_youtube url=”https://youtu.be/m_H28-73g7w”]
Εδώ, σε δικούς μας φορείς, οργανώσεις, Μέσα, απευθυνθήκατε για υποστήριξη; Γιατί η αλήθεια είναι πως η ιστορία δεν έγινε γνωστή…
«Απευθυνθήκαμε, ναι. Κι εγώ, προσωπικά. Ωστόσο… επίτρεψέ μου… ας μην πω κάτι παραπάνω…»
ΤΡΕΙΣ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ. Τόσο διήρκεσε η διαμονή της Μαρίας στους Αυλιώτες. «Ένα συνεχές πάρτι, με μουσικές, χορούς – κάθε ένα, με ξεχωριστή θεματική, όπως την επέλεγε η Μαρία (π.χ. όλοι ντυμένοι στα λευκά). Μέχρι και… βεγγαλικά ρίξαμε προς το τέλος», λέει η Σοφία. «Στην παραλία, δίπλα στη θάλασσα. Αυτό που πάντα ονειρευόταν – δεν χόρταινε να την κοιτά τη θάλασσα.
Παρόντες, όλο το σόι – και είμαστε μεγάλο σόι. Το χωριό. Ήξεραν ή ενημερώθηκαν όλοι για την κατάσταση και προσπάθησαν, καθένας απ’ την πλευρά του, να κάνει ό,τι μάντευε πως την ευχαριστεί – γιατί η Μαρία δεν είχε καν εκφράσεις που να δείχνουν αν κάτι της αρέσει…»
ΟΛΕΣ ετούτες οι στιγμές, αποτυπώθηκαν ως υλικό. Στην κάμερα μιας Γερμανίδας εθελόντριας, που κόπιασε μαζί τους στους Αυλιώτες. Ο στόχος; Η παραγωγή ενός μίνι documentary. Aν όλα πάνε κατ’ ευχήν, το ’21…
Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ στην πλατεία, αφιερωμένη καθ’ ολοκληρίαν στη Μαρία (με καλεσμένους θεατές, τους συγγενείς της) ήταν μια δράση ακριβώς σ’ αυτό το πλαίσιο. Παραδοσιακά επτανησιακά κι έντεχνα («Έντεκα Μαντολίνα, «Μυρτιά» κ.λπ.) για Χορωδία + Μαντολινάτα (κι αυλαία με την «Αυλιωτιανή γωνιά», με ειδική αφιέρωση στη Μαρία απ’ τη μαέστρο) και για τη Φιλαρμονική… «Bella Ciao», επτανησιακά, Σαββόπουλος (ποτ πουρί), μια συλλογή τραγουδιών ελληνικών («Μαργαρίτα, Μαγιοπούλα», «Ο μύθος» κ.λπ.).
«Ως πρώτο κομμάτι, ωστόσο», λέει ο Σπύρος Κασταμονίτης, «επιλέξαμε το “La vita e bella”. Kαι της το αφιερώσαμε με όλη μας την καρδιά. Γιατί αυτό, το ότι η ζωή είναι ωραία, η ίδια μας το θύμισε. Με τον αγώνα και την αισιοδοξία της». Στο τέλος, το «ευχαριστώ» του, της το ‘πε μ’ ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. «Πηγαίνοντας προς το μέρος της… πώς να στο πω… ένιωσα δέος… Μικρός…»
ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ, είπε – και δεν ήταν μία τυπική κουβέντα, ενταγμένη στην περιγραφική ρουτίνα κάποιου εύκολου, ασφαλούς συναισθηματισμού. «Ισχύει», συνεχίζει η Σοφία. «Η Μαρία έχει απόλυτη γνώση της κατάστασής της, ωστόσο, δεν το βάζει κάτω. Σκέψου ότι προσπαθεί η ίδια να δώσει δύναμη στη μητέρα και τον αδελφό της.
Το έχει πει και σε συνέντευξή της στο site της ελληνικής κοινότητας του Μονάχου (bavariagr.de): “Ειλικρινά, δεν πολυσκέφτομαι την κατάστασή μου. Είμαι πεισματάρα, έχω το δικό μου το κεφάλι”. Και για τον ερχομό της, σκέψου, έλεγε, “no risk, no fun”. Φροντίζει πάντα το ντύσιμό της –μεγάλη κοκέτα-, τα νύχια, τα παπούτσια, το βάψιμό της, της αρέσει να ακούει Φουρέιρα και “Κings”… Μέχρι και τατουάζ έκανε στο πόδι της. Γιατί, τι είναι η Μαρία; Ένα παιδί, 26 χρονών είναι. Που διψάει να βρίσκεται ανάμεσα σε ανθρώπους. Και να ζήσει… Όσα περισσότερα προλάβει…»
ΠΡΙΝ την πτήση της επιστροφής, ντυμένη στ’ αγαπημένα της λευκά, μαζί με όλους τους ανθρώπους της, γιόρτασε την ονομαστική της εορτή. Λίγο νωρίτερα, στην παραλία των Αυλιωτών, είχε ρουφήξει και τις τελευταίες σταγόνες της θαλασσινής αρμύρας.
Μαγεύτηκε απ’ το ηλιοβασίλεμα. Κι άφησε τη σκέψη της, καθάρια και από ψυχής, να στείλει μήνυμα στην οθόνη του υπολογιστή: «Θέλω να μείνω πάντα εδώ…»
ΗΤΑΝ, μακράν, απ’ τις πιο δύσκολες στιγμές. Η άνιση αναμέτρηση της βαθιάς, αγνής επιθυμίας, με τ’ ανέφικτο. Του αισθήματος απόλυτης πληρότητας, με την επιστροφή σε μια πραγματικότητα που θέλει ακόμη και το ταπεινό «στο επανιδείν» στα όρια του αδύνατου (για πάνω από έναν λόγους).
Μ’ αντίλαλο μια άρνηση βουβή, γεμάτη σκιές, που βάραινε τα βλέμματα. Των πάντων…
«ΜΙΑ αστραπή η ζωή μας», έγραψε κάποτε ο μέγας Καζαντζάκης. «Μα, προλαβαίνουμε». Πρόλαβε. Και, με το ταξίδι της ζωής της στο προσκέφαλο, η Μαρία συνεχίζει: «Για όσο περισσότερο μπορώ…»
Το θέμα τελεί υπό την έγκριση της Μαρίας και της μητέρας της, Αθηνάς Μουζακίτη, όπως και η δημοσίευση του φωτογραφικού υλικού, το οποίο και παρείχαν στο Corfu Stories. Ευχαριστούμε θερμά…