Όποιος ζει ή εργάζεται με θέα στο λιμάνι έχει ένα σαφές πλεονέκτημα. Με μια ματιά στην εμπορευματική κίνηση, μπορεί να κάνει μια πολύ αξιόπιστη διαπίστωση σχετικά με την κατάσταση της οικονομίας.
Με απλά λόγια: όσο περισσότερα πλοία μεταφοράς κοντέινερ υπάρχουν και όσο περισσότερα εμπορεύματα μεταφέρουν αυτά τα πλοία, τόσο καλύτερη η οικονομία.
Ένας οικονομικός συντάκτης της DW έχει το προνόμιο να βλέπει τον Ρήνο – εφόσον αυτόν τον καιρό λόγω της πανδημίας δεν εργάζεται στο σπίτι. Εδώ και μερικές εβδομάδες βλέπει και πάλι περισσότερα πλοία στο ποτάμι, φορτωμένα με όλο και περισσότερα εμπορευματοκιβώτια.
Μπορεί άραγε να συμπεράνει κανείς από αυτό, ότι οι δυσκολίες για την οικονομία εξαιτίας του κορωνοϊού πέρασαν;
Ναι μπορεί. Τουλάχιστον αυτό δείχνουν οι αριθμοί που δημοσιεύθηκαν από το Ινστιτούτο Οικονομικής Έρευνας του ινστιτούτου RWI στο Λάιμπνιτς. Ο «Δείκτης διαχείρισης εμπορευματοκιβωτίων RWI / ISL», που υπολογίστηκε από το Ινστιτούτο RWI-Leibniz και το Ινστιτούτο Οικονομίας και Logistics Ναυτιλίας (ISL), «αυξήθηκε σημαντικά τον Ιούλιο, από 110,2 σε 116,2». Έτσι οι επιστήμονες από το Έσσεν ανακοίνωσαν ότι ήταν μόλις λίγο πιο κάτω από το όριο του προηγούμενου έτους.
Δύσκολοι καιροί για ναυπηγεία
Ο δείκτης αποτυπώνει την απόδοση των κοντέινερ σε 91 διεθνή λιμάνια. Περίπου το 60% της παγκόσμιας απόδοσης κοντέινερ εμφανίζεται εκεί. Σύμφωνα με τους συγγραφείς του RWI / ILS, ο δείκτης απόδοσης εμπορευματοκιβωτίων αντικατοπτρίζει με ακρίβεια τα δεδομένα για το παγκόσμιο εμπόριο που δημοσιεύονται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ).
Ο δείκτης για παράδειγμα παρείχε αξιόπιστα στοιχεία, ιδιαίτερα κατά τη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση του 2008/09. Η αξία του δείκτη περιορίζεται μόνο από το γεγονός ότι δεν μεταφέρονται όλα τα εμπορεύματα σε κοντέινερ, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τις πρώτες ύλες και τα αυτοκίνητα.
Και ενώ οι θαλάσσιες επιχειρήσεις ανακάμπτουν και αρχίζουν σταδιακά να εξομαλύνονται, γεγονός που παρατηρούν με ανακούφιση οι ναυτιλιακές εταιρείες και οι εταιρείες διαχείρισης των λιμανιών, δεν συμβαίνει το ίδιο και με άλλους σχετικούς κλάδους, όπως είναι η ναυπηγική.
Σύμφωνα με την εταιρεία Clarkson, ο αριθμός των νέων πλοίων που παραδόθηκαν παγκοσμίως μειώθηκε κατά ένα πέμπτο το πρώτο εξάμηνο του 2020 και στη Γερμανία μειώθηκε μάλιστα κατά 28%, σύμφωνα με την Ένωση Ναυπηγικής και Ναυτιλιακής Τεχνολογίας (VSM) στο Αμβούργο.
Στη Γερμανία, κατά τη διάρκεια της κρίσης, πολλά ναυπηγεία μείωσαν την παραγωγή τους, περιόρισαν το εργατικό δυναμικό, κάποιοι υπάλληλοι εργάστηκαν με μειωμένο ωράριο ενώ μειώθηκαν και οι υπερωρίες.
Όταν ξεκίνησε η κρίση του κορωνοϊού, τα βιβλία παραγγελιών ήταν τόσο γεμάτα όσο ποτέ άλλοτε. «Μέχρι στιγμής δεν έχουν ακυρωθεί παραγγελίες», δήλωσε ο γενικός διευθυντής του VSM Ράινχαρντ Λύκεν στο Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ανησυχία για το μέλλον
Ο Ράινχαρντ Λύκεν φοβάται όμως το άμεσο μέλλον: «Οι προοπτικές είναι πραγματικά δραματικές», λέει. Από την αρχή της κρίσης δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου παραγγελίες σε όλο τον κόσμο για νέα πλοία. Αυτό ισχύει τόσο για φορτηγά όσο και για επιβατηγά πλοία. «Οι ναυτιλιακές εταιρείες περιμένουν να δουν πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση όσον αφορά την κατανάλωση, την παραγωγή και τον όγκο των φορτίων και αναβάλλουν τις προγραμματισμένες παραγγελίες για το μέλλον».
«Υπάρχουν όμως πολλά να κάνουμε», τονίζει ο Ράινχαρντ. Συχνά δεν έχουν γίνει οι απαραίτητες επενδύσεις και χρειάζονται νέες κατασκευές που να είναι πιο οικονομικές και πιο φιλικές στο περιβάλλον. Ως παραδείγματα, ο Λύκεν αναφέρει ελληνικά φέρι μποτ που συχνά έχουν αποτύχει σε δοκιμές ασφάλειας και επιτρέπεται να ταξιδεύουν μόνο με ειδικές άδειες.
Αλλά και τα περισσότερα πλοία εντός Γερμανίας έχουν πολλά ταξίδια πίσω τους εδώ και 60 χρόνια. «Υπάρχει ανάγκη, αλλά όχι αγορά», δηλώνει ο διευθύνων σύμβουλος του VSM. Οι Γερμανοί ναυπηγοί έχουν τώρα τις ελπίδες τους στα ευρωπαϊκά και γερμανικά προγράμματα δισεκατομμυρίων δολαρίων, τα οποία αποσκοπούν επίσης στην προώθηση φιλικών προς το κλίμα μέτρων.
Στην πρώτη φάση της πανδημίας, η γερμανική πολιτική πέτυχε μεγάλα επιτεύγματα, τονίζει ο Λύκεν αλλά ταυτόχρονα προειδοποιεί ότι οι επερχόμενες προκλήσεις θα είναι πολύ πιο απαιτητικές λόγω των διαρθρωτικών προσαρμογών.
Η ταλαιπωρία των γερμανικών ναυπηγείων και όχι μόνο, θα διαρκέσει όμως ακόμα αρκετά, όπως προκύπτει και από άλλους αριθμούς διότι η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας θα αργήσει ακόμα.