Πριν από ακριβώς 75 χρόνια, στις 8 Μαΐου του 1945, επιτέλους σίγησαν τα όπλα. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, που ξεκίνησε το 1939 η ναζιστική Γερμανία του Αδόλφου Χίτλερ και οδήγησε στο αιματοκύλισμα όλον τον κόσμο, τελείωσε με την άνευ όρων συνθηκολόγηση της Βέρμαχτ.
Καταρχήν βέβαια στην Ευρώπη, γιατί η σύμμαχος της ναζιστικής Γερμανίας συνέχισε τον πόλεμο και αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου μετά τη ρίψη ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι από τους Αμερικανούς.
Για τις συμμαχικές δυνάμεις εναντίον του Χίτλερ, με επικεφαλής την τότε Σοβιετική Ένωση, τις ΗΠΑ, τη Βρετανία και τη Γαλλία, παρά τα απερίγραπτα δεινά του πολέμου και τις απώλειες, η ημέρα εκείνη ήταν μέρα χαράς. Δεν ήταν το ίδιο όμως για τη γονατισμένη Γερμανία, που διαιρέθηκε σε ζώνες κατοχής ανάμεσα στους νικητές του πολέμου.
Η ολοκληρωτική στρατιωτική ήττα γέμιζε τους κατοίκους της με ντροπή και ενοχές. Η εισβολή του Τρίτου Ράιχ στην Πολωνία πυροδότησε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά τη διάρκεια του οποίου η ναζιστική Γερμανία διέπραξε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας χωρίς προηγούμενο. Κυρίως όμως τη μαζική εξόντωση έξι εκατομμυρίων Εβραίων.
Ακόμη και ο αποτροπιασμός για όλα αυτά δεν ήταν αρκετός για να κάνει την πλειοψηφία των Γερμανών τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια να αισθανθεί αυτή την ημέρα ως ημέρα απελευθέρωσης από το ναζισμό, όπως έγινε στις χώρες της Ευρώπης που πατήθηκαν επί 6 χρόνια από τη ναζιστική μπότα.
Τώρα η κατάσταση είχε αντιστραφεί. Η νικημένη Γερμανία ήταν κατεχόμενη και ξεκινούσε ένας ιδεολογικός πόλεμος ανάμεσα στην κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση και τις δυτικές συμμαχικές δυνάμεις, ένας πόλεμος που αποτυπώθηκε στη γερμανική άλλα και ευρωπαϊκή διαίρεση.
“Η πιο τραγική και παράδοξη ημέρα”
Ακριβώς τέσσερα χρόνια μετά, στις 8 Μαΐου του 1949, συναντώνται στη Βόννη πολιτικοί από διαφορά κόμματα για να εγκρίνουν τον Θεμελιώδη Νόμο (Σύνταγμα) στις δυτικές ζώνες της υπό σύσταση Ομοσπονδιακής Γερμανίας.
Με αυτήν την ευκαιρία ο Τέοντορ Χόις, από το Φιλελεύθερο Κόμμα (FDP), αναλογιζόμενος εκείνη την ημέρα του τέλους του πολέμου, είχε πει: «Βασικά η 8η Μαΐου του 1945 παραμένει η πιο τραγική και η πιο παράδοξη ημέρα για μας. Γιατί; Επειδή νιώθαμε λυτρωμένοι και κατεστραμμένοι μαζί».
Τον Σεπτέμβριο του 1949 ο Τέοντορ Χόις εκλέγεται πρώτος ομοσπονδιακός πρόεδρος. Τρία χρόνια αργότερα έκανε μια αναφορά με ιδιαίτερη σημασία, επισκεπτόμενος το πρώην στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Μπέργκεν-Μπέλζεν: “Οι Γερμανοί δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσουν τι διέπραξαν ομοεθνείς τους αυτά τα επαίσχυντα χρόνια”. Και πρόσθεσε αναφερόμενος στο Ολοκαύτωμα: “Αυτό που συνέβη, το γνωρίζαμε”.
Την ίδια ώρα που στη Δυτική Γερμανία υψηλόβαθμοι πολιτικοί έκαναν αγώνα για να βρουν τα κατάλληλα λόγια και τις κατάλληλες χειρονομίες για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο όνομα των Γερμανών, η Λαοκρατική Γερμανία, που ιδρύθηκε στις 7 Οκτωβρίου του 1945, στην επικράτεια της κατεχόμενης από τους Σοβιετικούς ζώνης, υιοθετούσε ως κρατική συνιστώσα την αντιφασιστική κουλτούρα.
Ορατό σημάδι αυτής της πολιτικής 4 χρόνια μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν η ανέγερση μνημείου ύψους 30 μέτρων στο Γκρέμπερφελντ του Βερολίνου για τους 5.000 πεσόντες άνδρες του Κόκκινου Στρατού. Στο κέντρο του μνημείου υπάρχει ένας στρατιώτης με ένα μικρό παιδί στα χέρια και με την μπότα του να πατά σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό.
Ήταν η απεικόνιση του τρόπου, με τον οποίο είδαν το τέλος του πολέμου οι ηγέτες της Ανατολικής Γερμανίας από την ίδρυσή της κιόλας, ως ημέρα απελευθέρωσης και νίκης της Σοβιετικής Ένωσης επί της ναζιστικής Γερμανίας.
Η πολιτική εκμετάλλευση της επετείου
Υπό αυτές τις συνθήκες η Ανατολική Γερμανία αυτοπροβλήθηκε ως προπύργιο κατά του φασισμού και του ολοκληρωτισμού. Οι εχθροί βρίσκονταν δυτικά του ποταμού ΄Ελβα και πέραν του Ατλαντικού. Και πρώτοι απ’ όλους ήταν η Ομοσπονδιακή Γερμανία και οι ΗΠΑ.
Χώρο για αυτοκριτική γύρω από τις γερμανικές ευθύνες για τις φρικαλεότητες κατά τη ναζιστική περίοδο δεν είχαν αφήσει. Κυρίαρχη φιγούρα ο Άλμπερτ Ούλμπριχτ, που κατ’ εντολή των Σοβιετικών προώθησε την υποχρεωτική συνένωση του Κομμουνιστικού Κόμματος με το Σοσιαλδημοκρατικό ιδρύοντας το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας (SED).
Υπό την ηγεσία του Ούλμπριχτ η 8η Μαΐου ως ημέρα απελευθέρωσης απέκτησε έναν συνεχώς επαναλαμβανόμενο τελετουργικό χαρακτήρα και έγινε αντικείμενο κρατικής προπαγάνδας μέχρι την οριστική διάλυση της χώρας το 1989.
Στο επίκεντρο αυτής της προπαγάνδας βρίσκονταν κάθε φορά επίκαιρες πολιτικές αφορμές. Για παράδειγμα, προκειμένου να στηλιτεύσει την ένταξη της Δυτικής Γερμανίας στο ΝΑΤΟ.
Σε μαζική διαδήλωση 200.000 ανθρώπων στο Ανατολικό Βερολίνο για τη δέκατη επέτειο από το τέλος του πολέμου, η τότε ηγεσία κατηγόρησε τη Δύση ότι παρεμποδίζει τη γερμανική επανένωση, την ώρα που η Ανατολική Γερμανία έδινε αγώνα γι’ αυτήν ως “φιλειρηνική και δημοκρατική χώρα”.
Την ίδια περίοδο ο καγκελάριος Κόνραντ Αντενάουερ αναδείκνυε την πρόσδεση της Δυτικής Γερμανίας στο άρμα του ΝΑΤΟ, την οποία ο ίδιος με επιμονή επιδίωξε, ως ένδειξη εμπιστοσύνης στις δημοκρατικές αρχές της χώρας. “Ο γερμανικός λαός πλήρωσε τις πράξεις, που έγιναν στο όνομά του από μια τυφλωμένη ηγεσία, με ατέλειωτο πόνο” έλεγε ο Αντενάουερ στο Παρίσι, 10 χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου. “Μέσα από αυτά τα δεινά πέρασε από διαδικασία εξαγνισμού και μεταμορφώθηκε”.
Σημείο καμπής η Οστπολιτίκ
Έπρεπε όμως να περάσουν άλλα πέντε χρόνια για να αλλάξει ριζικά η πολιτική ελίτ της Δυτικής Γερμανίας το πρίσμα, μέσα από το οποίο έβλεπε το τέλος του πολέμου.
Με καγκελάριο τον σοσιαλδημοκράτη Βίλι Μπραντ υπεγράφησαν το 1970 οι Συμφωνίες της Βαρσοβίας και της Μόσχας.
Η συμφιλίωση με τους πρώην εχθρούς, τη Σοβιετική Ένωση και την Πολωνία, έγινε θεμέλιος λίθος και ορόσημο της λεγόμενης Οστπολιτίκ, για την οποία ένα χρόνο αργότερα τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης.
Στην ομιλία του στις 8 Μαΐου λείπει μεν η λέξη “απελευθέρωση”, αλλά ο Μπραντ εξαίρει τη συμβολή των γυναικών, των προσφύγων και των εκδιωχθέντων στην ανοικοδόμηση της Γερμανίας.
Ιδιαίτερο έπαινο απευθύνει “στους συμπατριώτες μας στην Ανατολική Γερμανία, οι οποίοι υπό πολύ δύσκολες συνθήκες και κοινωνικές προϋποθέσεις, τις οποίες δεν επέλεξαν, σημείωσαν επιτυχίες, για τις οποίες μπορούν να είναι υπερήφανοι, και τις οποίες πρέπει να αναγνωρίσουμε”.
Ο Βάλτερ Σέελ, υπουργός Εξωτερικών επί Μπραντ κιαι από το 1974 πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Γερμανίας, μετέβαλε καθοριστικά τη θεώρηση για τη σημασία της 8ης Μαΐου του 1945. “Απελευθερωθήκαμε από ένα φοβερό ζυγό, από τον πόλεμο, τη φρίκη του θανάτου, τη δουλεία και τη βαρβαρότητα” είπε 30 χρόνια μετά την ημέρα αυτή.
“Αλλά δεν ξεχνάμε ότι εκείνη η απελευθέρωση ήρθε έξωθεν, ότι εμείς οι Γερμανοί δεν ήμασταν ικανοί να αποτινάξουμε αυτόν τον ζυγό”. Ο αρχηγός του κράτους δεν παρέλειψε να υπενθυμίσει ότι η Γερμανία δεν έχασε την τιμή της το 1945, αλλά το 1933, με την αναρρίχηση του Χίτλερ στην εξουσία.