Ο Καρλ Χάινς Ρουμενίγκε (γερμανικά: Karl-Heinz Rummenigge, γεννήθηκε 25 Σεπτεμβρίου 1955) είναι Γερμανός πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής, που γνώρισε μεγάλες επιτυχίες, κυρίως αγωνιζόμενος με την Μπάγερν Μονάχου.
Με την εθνική ομάδα της Δυτικής Γερμανίας κατέκτησε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου 1980. Θεωρούμενος ως ένας από τους καλύτερους επιθετικούς όλων των εποχών, το 1999 ψηφίστηκε 35ος καλύτερος ποδοσφαιριστής του 20ού αιώνα στις εκλογές της IFFHS. Το Μάρτιο του 2004 επιλέχτηκε από τον Πελέ στη λίστα FIFA 100, ως ένας από τους 125 σπουδαιότερους εν ζωή ποδοσφαιριστές.
Γεννήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου του 1955 στο Λίπσταντ της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Αρχικά αγωνίστηκε με την ερασιτεχνική ομάδα της πόλης του Μπορούσια Λίπσταντ και σύντομα το ταλέντο του άρχισε να ξεχωρίζει. Ο πατέρας του ήταν ποδοσφαιριστής της ομάδας και οδήγησε τους τρεις γιούς του στο άθλημα.
Καριέρα σε συλλόγους
Το 1974 εντάχθηκε στη Μπάγερν Μονάχου. Ο Ρουμενίγκε αγωνιζόμενος ως επιθετικός, συνήθως πλάγιος αριστερός, ήταν πλήρης, με πολύ καλή τεχνική κατάρτιση, διεισδυτική ικανότητα, ευθύβολα δυνατό σουτ και χαρακτηριστική δυνατότητα συνεργασίας.
Όμως η καθιέρωση έγινε σταδιακά καθώς η ομάδα διέθετε ισχυρή επιθετική γραμμή και ήταν επιτυχημένη σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ήταν μέλος των ομάδων που κέρδισαν το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης το 1975 και το 1976 αλλά δεν είχε συμμετοχή στους τελικούς αγωνιζόμενος στη δεύτερη διοργάνωση έως τους ημιτελικούς.
Τα χρόνια 1977-79 η Μπάγερν γνώρισε σημαντική αποδυνάμωση με την φυγή των κορυφαίων παικτών της Φραντς Μπεκενμπάουερ και Γκερντ Μίλερ.
Η επιστροφή του Πάουλ Μπράιτνερ και η άνοδος του Ρουμενίγκε ξαναέφεραν στο προσκήνιο την ομάδα που είχε κατρακυλήσει στην 12η θέση του πρωταθλήματος το 1978. Την περίοδο 1979–80 κέρδισε το πρώτο του πρωτάθλημα με το σύλλογο, ο ίδιος δε πέτυχε 26 τέρματα και χρίστηκε για πρώτη φορά πρώτος σκόρερ στην Μπουντεσλίγκα, επίτευγμα που επανέλαβε το 1981 και το 1984 με 29 και 26 γκολ αντίστοιχα. Με την ομάδα της Βαυαρίας κατέκτησε το Διηπειρωτικό Κύπελλο το 1976, το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ομάδων Ευρώπης καθώς και δύο πρωταθλήματα και ισάριθμα Κύπελλα Δυτικής Γερμανίας.
Το 1980 κέρδισε τον τίτλο του “Ποδοσφαιριστή της χρονιάς” στη Γερμανία, ενώ ήταν πρώτος σκόρερ του Κυπέλλου Πρωταθλητριών τη χρονιά 1980-81. Δύο φορές του απονεμήθηκε ο τίτλος του Ευρωπαίου Ποδοσφαιριστή της Χρονιάς (Χρυσή Μπάλα), το 1980 και το 1981. Μια ακόμη φορά κατετάγη δεύτερος (1979).
Το 1984 αποκτήθηκε από την Ίντερ αντί του ποσού ρεκόρ των 5,7 εκατομμυρίων ευρώ. Ωστόσο η καριέρα του στην Ιταλία επισκιάστηκε από προβλήματα τραυματισμών και ο Ρουμενίγκε, παρά τα 24 τέρματα που πέτυχε, δεν κατάφερε να πλησιάσει την απόδοση που είχε στο Μόναχο.
Μετά τη λήξη του συμβολαίου του στην ομάδα του Μιλάνου, αγωνίστηκε για δύο χρονιές στην ελβετική Σερβέτ, με την οποία το 1989 αναδείχτηκε πρώτος σκόρερ του ελβετικού πρωταθλήματος με 24 τέρματα, καθώς και καλύτερος ξένος παίκτης του πρωταθλήματος. Έτσι έκλεισε την καριέρα του σε ηλικία 34 ετών.
Εθνική ομάδα
Με την εθνική ομάδα της χώρας του έκανε το ντεμπούτο στις 10 Ιουνίου 1976 σε αγώνα με την Ουαλία που έληξε με νίκη της Δυτικής Γερμανίας με 2–0. Συμμετείχε στα τελικά των Παγκοσμίων Κυπέλλων του 1978, του 1982 και του 1986. Το 1978 σημείωσε τρία γκολ στη διοργάνωση που δεν ήταν αρκετά για να προχωρήσει η τότε παγκόσμια πρωταθλήτρια στα ημιτελικά. Το ένα τέρμα ήταν στη ντροπιαστική για τους Γερμανούς ήττα από την Αυστρία με 3–2.
Το 1982 και 1986 η χώρα του ήταν φιναλίστ της διοργάνωσης, ο ίδιος αρχηγός αλλά η ομάδα του έδειξε τις αμυντικές της αδυναμίες δεχόμενη τρία τέρματα σε κάθε ένα από τους δύο τελικούς. Ο ίδιος είχε πολύ καλή απόδοση το 1982 σημειώνοντας 5 γκολ μεταξύ των οποίων και ένα χατ-τρικ με αντίπαλο τη Χιλή, ψηφίστηκε δε στην καλύτερη ομάδα της διοργάνωσης και τρίτος καλύτερος παίκτης.
Η Δυτική Γερμανία φάνηκε και τυχερή στον ημιτελικό απέναντι στη Γαλλία στον αγώνα που έγινε στις 8 Ιουλίου του 1982, στο «Σάντσεθ Πιθχουάν» της Σεβίλλης και κάτω από υψηλή ζέστη και υγρασία, καθώς οι δύο αντίπαλοι πρόσφεραν απλόχερα ποδοσφαιρικό (και όχι μόνο) θέαμα, σε έναν από τους πιο συναρπαστικούς αγώνες στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων.
Η παρέα του Μισέλ Πλατινί προηγήθηκε 3–1 στην παράταση, άγγιζε με τα ακροδάκτυλα την πρόκριση στον μεγάλο τελικό, αλλά οι Γερμανοί επιβεβαίωσαν πόσο μαχητικοί είναι, μείωσαν σε 3–2 με ένα γκολ του Ρουμενίγκε και μετά ισοφάρισαν και στα πέναλτι, πήραν το εισιτήριο με 5–4, με το Σουμάχερ να αποκρούει δύο πέναλτι. Το Σουμάχερ, βεβαίως, ο οποίος δεν θα έπρεπε να βρίσκεται στον αγωνιστικό χώρο, εξαιτίας μιας επικίνδυνης εξόδου – καρατιάς εις βάρος του Γάλλου Μπατιστόν.
Ο Ρουμενίγκε ήταν δεύτερος σκόρερ της διοργάνωσης πίσω από τον Πάολο Ρόσι. Το 1986 ήταν τραυματίας, έπαιξε μόνο δύο αγώνες με τον ένα να είναι ο τελικός μειώνοντας σε 2–1 απέναντι στην Αργεντινή, η οποία όμως κατέκτησε τελικά το τρόπαιο.
Ο Ρουμενίγκε συμμετείχε με την εθνική ομάδα της χώρας του σε δύο Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα, κατακτώντας αυτό του 1980, όπου η Δυτική Γερμανία κατέβαλε στον τελικό την ομάδα του Βελγίου με 2–1.
Στη διοργάνωση του 1984 η γερμανική ομάδα αποκλείστηκε στην φάση των ομίλων. Συνολικά ο Ρουμενίγκε αγωνίστηκε με τη φανέλα της εθνικής 95 φορές μεταξύ 1976 και 1986, πετυχαίνοντας 45 τέρματα. Είναι ο 5ος καλύτερος σκόρερ στην ιστορία του γερμανικής εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου, συμπεριλαμβανομένων και των Ανατολικογερμανών παικτών.
Μετά το ποδόσφαιρο
Από το 1990 έως το 1994 ο Ρουμενίγκε εργάστηκε στην τηλεόραση συμμετέχοντας σε σχολιασμούς αγώνων. Το 1991 έγινε αντιπρόεδρος της Μπάγερν Μονάχου μαζί με τον Φραντς Μπεκενμπάουερ, θέση που κράτησε ως το 2002, οπότε ανέλαβε επικεφαλής της Εκτελεστικής Επιτροπής του συλλόγου.
Στις 21 Ιανουαρίου 2008, ο Ρουμενίγκε ανέλαβε τα καθήκοντα του πρώτου προέδρου της Ομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συλλόγων (ECA), τη οποία κατείχε μέχρι τις 4 Σεπτεμβρίου 2017.
Τα αδέρφια του Βόλφγκανγκ (*1951) και Μίχαελ (*1964) ήταν επίσης ποδοσφαιριστές. Ο πρώτος είχε την μικρότερη επιτυχία, φτάνοντας πάντως να αγωνιστεί στην δεύτερη κατηγορία, ενώ ο δεύτερος αγωνίστηκε στην Μπάγερν Μονάχου και στην Μπορούσια Ντόρτμουντ, ενώ υπήρξε και διεθνής.